ΚΑΛΩΣ ΗΡΘΑΤΕ

Το ιστολόγιο αυτό αποτελεί ένα βήμα ενημέρωσης, συζήτησης και προβληματισμού των δικηγόρων της περιφέρειας και όχι μόνο, για όσα τους απασχολούν επαγγελματικά και άλλα... Ξεκίνησε το 2011, όταν στο χώρο της δικηγορίας, ελάχιστοι ασχολούνταν με την ενημέρωση για ζητήματα που απασχολούσαν τους συναδέλφους. Ο υποφαινόμενος - διαχειριστής - επιχείρησε τότε να δημιουργήσει μια πηγή ενημέρωσης σε πανελλαδικό επίπεδο. Σιγά σιγά, τα επόμενα χρόνια, προέκυψαν κι άλλες πηγές ενημέρωσης, κάποιες μάλιστα επαγγελματικού επιπέδου. Το νέο τοπίο που διαμορφώθηκε στη διαδικτυακή ενημέρωση, σε συνδυασμό και με τις πολλές ευθύνες που ανέλαβε πλέον ο υποφαινόμενος, άρα τον ελάχιστο χρόνο που διέθετε, είχαν σαν αποτέλεσμα το Σεπτέμβρη του 2019, το blog να πάψει ουσιαστικά να ενημερώνεται και ο dikigorosdramas να σιωπήσει. Εδώ και μερικές ημέρες όμως, η επικαιρότητα αλλά και η διάθεση του διαχειριστή, ξαναφέρνουν το blog σε λειτουργία, με στοχευμένες αναρτήσεις και συγκεκριμένες ενημερώσεις...... το μέλλον θα δείξει..... >

Πέμπτη 6 Ιανουαρίου 2011

Oι εξαγγελίες για "αλλαγές" στην δικηγορία ή πολύ κακό για το τίποτα.

Κωνσταντίνος Μίχος

Σε μια δύσκολη για την χώρα στιγμή, εμείς οι δικηγόροι, όπως και κάθε άλλος κλάδος, οφείλουμε να δούμε την ανάγκη για αλλαγές που αφορούν το επάγγελμά μας με κριτήριο όχι τις συντεχνιακές μας ευαισθησίες, αλλά με γνώμονα την χρησιμότητα των αλλαγών για ένα νέο ξεκίνημα της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας.

Και βεβαίως, έχουμε καθήκον αλλαγές χρήσιμες για την βελτίωση της νομικής αγοράς όχι μόνο να τις δεχθούμε, αλλά και να τις στηρίξουμε οι ίδιοι, ακόμη κι αν θίγουν βραχυπρόθεσμα τις θέσεις μας.

Από την άλλη, έχουμε υποχρέωση -έναντι της αξιοπρέπειας του κλάδου μας και της ευθύνης μας για την ομαλή λειτουργία της νομικής αγοράς- να αντιτεθούμε θεσμικά σε αλλαγές που έχουν μόνο δογματική αλλά όχι λειτουργική χρησιμότητα· όχι βεβαίως με το επιχείρημα και για τον λόγο ότι θίγουν συμφέροντά μας, αλλά με το μόνο επιχείρημα και για τον μόνο λόγο ότι δεν βοηθούν την καλύτερη οργάνωση και την αποτελεσματικότητα της νομικής αγοράς, στην οποία εμείς οι ίδιοι οι δικηγόροι πρώτοι αποβλέπουμε.
Υπό το πρίσμα, λοιπόν, αυτό, πρέπει να εξεταστεί με νηφαλιότητα η χρησιμότητα των αλλαγών που εξαγγέλονται από την Κυβέρνηση το τελευταίο διάστημα και των οποίων την εξειδίκευση αναμένουμε με αγωνία σε όλο τον νομικό χώρο.

1.  Η κατάργηση των γραμματίων προείσπραξης προτείνεται ως μέτρο το οποίο "θα ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα στην νομική αγορά", εφ' όσον "θα βοηθήσει να έχουμε στο τέλος πιό φτηνές δικηγορικές υπηρεσίες".

Το επιχείρημα αυτό, ωστόσο, ξεκινά από την λανθασμένη βάση, ότι θα βοηθούσε την αγορά να είχαμε πιό "φτηνές" δικηγορικές υπηρεσίες. Και είναι λανθασμένη η άποψη αυτή, διότι έχουμε ήδη πολύ φτηνές (αναλογικά) δικηγορικές υπηρεσίες, σε σημείο τέτοιο που και υπέρμετρα να ενθαρρύνονται τα φαινόμενα της δικομανίας και της άσκησης παρελκυστικών ή καταχρηστικών ενδίκων μέσων, τα οποία παραλύουν την δικαιοσύνη, αλλά και συγχρόνως ο μέσος δικηγόρος να αποστερείται των οικονομικών μέσων που θα του επέτρεπαν να προσφέρει νομικές υπηρεσίες και επικοινωνία που να αντιστοιχούν σε διεθνώς ανταγωνιστικά πρότυπα.

Μάλιστα, το μέτρο αυτό έρχεται σε αντίθεση με το μέτρο της αύξησης των τελών της ποινικής δίκης, το οποίο αποδεικνύει ότι η Κυβέρνηση δεν έχει η ίδια καταλήξει αν ο στόχος της είναι μια "φθηνή" ή "ακριβή" νομική αγορά.

Αλλά ακόμη κι αν το παρέκαμπτε κανείς το ερώτημα αν χρειαζόμαστε πράγματι μια "φθηνή" νομική αγορά, η αλήθεια είναι ότι η κατάργηση των γραμματίων δεν θα είχε καν το αποτέλεσμα της γενικής μείωσης των δικηγορικών αμοιβών· για τον απλό λόγο ότι τα γραμμάτια προείσπραξης στις συντριπτικά περισσότερες περιπτώσεις δεν αντιπροσωπεύουν τις αγοραίες κατά περίπτωση αμοιβές. Μάλιστα, λόγω του χαμηλού ύψους των γραμματίων, σε ελάχιστες περιπτώσεις θα μπορούσε να νοηθεί "φθηνότερη" αμοιβή από αυτήν του γραμματίου, τουλάχιστον για νομικές υπηρεσίες στοιχειώδους σοβαρότητας.

Αντίθετα, η μόνη πρακτική χρησιμότητα των γραμματίων είναι να λειτουργούν ως μηχανισμοί προείσπραξης φόρου και δέσμευσης πόρων υπέρ των ασφαλιστικών ταμείων και των αναδιανεμητικών μηχανισμών του Δικηγορικού Συλλόγου (μέρισμα και ΕΔΛ).

Έτσι, η κατάργηση των γραμματίων, ενώ δεν θα αλλάξει τον τρόπο είσπραξης και το ύψος των δικηγορικών αμοιβών, μόνο αποτέλεσμα θα έχει την αύξηση της φοροδιαφυγής, τον κλονισμό των ασφαλιστικών ταμείων και την διάλυση των αναδιανεμητικών θεσμών. Δηλαδή όχι μόνον δεν θα προσθέσει κάποιο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στην νομική αγορά, αλλά και θα δημιουργήσει σοβαρά παράπλευρα προβλήματα.

Εξάλλου, η κύρια -αν όχι μόνη- περίπτωση στην οποία η κατάργηση των γραμματίων θα μπορούσε ενδεχόμενα να οδηγήσει σε μείωση των δικηγορικών αμοιβών είναι στις αμοιβές των δικηγόρων που απασχολούνται ως εξωτερικοί συνεργάτες τραπεζών, οι οποίοι, ως γνωστόν, δεν προστατεύονται από συλλογικές ρυθμίσεις.

Όμως, και στην μεμονωμένη αυτή περίπτωση, όχι μόνο δεν θα έχουμε ενίσχυση του υγιούς ανταγωνισμού, αλλά αντιθέτως θα έχουμε φαινόμενα αλλοίωσης της αγοράς, εφ' όσον οι τράπεζες θα αποκτήσουν δυσανάλογα πλεονεκτική και δεσπόζουσα θέση έναντι των δικηγόρων-συνεργατών τους, ενώ επιπλέον θα ενθαρρυνθούν πρακτικές ντάμπιγκ και αθέμιτου ανταγωνισμού.

Πρέπει, τέλος, να ληφθεί υπ' όψιν, ότι η κατάργηση των γραμματίων δεν εξυπηρετεί νομικό λόγο, εφ' όσον τα περιεχόμενα σ' αυτά έσοδα των ασφαλιστικών ταμείων δεν συνιστούν πόρο υπέρ τρίτων που επιβάλλεται στους πολίτες-διαδίκους, αλλά μέρος της δικηγορικής αμοιβής, το οποίο παρακρατείται υπέρ των ασφαλιστικών ταμείων.

2. Η κατάργηση των γεωγραφικών περιορισμών αφορά ως γνωστόν την δυνατότητα παράστασης δικηγόρων σε αστικές υποθέσεις, εφ' όσον στις ποινικές υποθέσεις δεν υφίστανται γεωγραφικοί περιορισμοί.

Και προτείνεται ως μέτρο το οποίο θα ενισχύσει την συναλλακτική ελευθερία και την ανταγωνιστικότητα, εφ' όσον ο κάθε πολίτης θα μπορεί να εκπροσωπείται σε όλα τα δικαστήρια της χώρας από τον δικηγόρο του, χωρίς να χρειάζεται να πληρώνει αμοιβή για την συμπαράσταση δεύτερου δικηγόρου.

Το μέτρο αυτό είναι κατ' αρχήν στην σύλληψή του δικαιοπολιτικά σωστό. Όμως, σε ελάχιστες περιπτώσεις μπορεί στην πράξη να καταργήσει την ανάγκη συμπαράστασης δικηγόρου από τον τόπο του δικαστηρίου της αστικής δίκης. Κι αυτό για τον απλό λόγο ότι η ολοκλήρωση μιας αστικής δίκης περιλαμβάνει εκτός από την παράσταση στο ακροατήριο και σημαντικές προγενέστερες ή μεταγενέστερες διαδικαστικές πράξεις, για την επιτέλεση των οποίων είναι αναγκαία η σύμπραξη ενός δικηγόρου του τόπου του δικαστηρίου, το οποίο δεν συμβαίνει συνήθως στις ποινικές δίκες, στις οποίες, άλλωστε, δεν υπάρχουν γεωγραφικοί περιορισμοί.

Πράγματι, κατ' ανάγκη κάποιος πρέπει να καταθέσει την αγωγή, κάποιος να επιμεληθεί για την επίδοσή της, κάποιος να κάνει την προκατάθεση των προτάσεων, όπου αυτή απαιτείται, κάποιος να πάρει αντίγραφα από τις προτάσεις και τα σχετικά του αντιδίκου, κάποιος να καταθέσει την προσθήκη, κάποιος να παρασταθεί στο Δικαστήριο σε περίπτωση αναβολής, κάποιος να εγγράψει την αγωγή στο πινάκιο και γενικώς να αναλάβει την διαδικαστική υποστήριξη της υπόθεσης. Όλες αυτές τις επιμέρους διαδικαστικές πράξεις είναι στην πράξη αδύνατο να τις αναλάβει πχ ένας δικηγόρος Αθηνών σε αστική δίκη στο Πρωτοδικείο Καλαμάτας, εκτός αν νοηθεί ότι θα ταξιδέψει στην Καλαμάτα τέσσερις ή πέντε ή και παραπάνω (ανά βαθμό) φορές για την διαδικαστική υποστήριξη της υπόθεσης που χειρίζεται.

Συνεπώς, στην πράξη, όταν δικηγόρος χειρίζεται αστική δίκη σε Πρωτοδικείο μακράν της έδρας του, θα χρειάζεται πάντοτε την σύμπραξη δικηγόρου από τον τόπο του δικαστηρίου, στον οποίον εν τέλει θα οφείλεται για την σύμπραξή του αμοιβή ανεξάρτητα από την υποχρέωση συμπαράστασής του στο δικαστήριο λόγω του γεωγραφικού περιορισμού.

Έτσι, η κατάργηση των γεωγραφικών περιορισμών, παρ' ότι είναι σκόπιμη για λόγους νομικής τάξης, αποτελεί μέτρο το οποίο ελάχιστα θα μεταβάλει τον τρόπο άσκησης της δικηγορίας και βεβαίως ελάχιστα θα επηρεάσει την ανταγωνιστικότητα της νομικής αγοράς.


3.  Η κατάργηση της υποχρεωτικής παράστασης των δικηγόρων στις εμπράγματες συμβάσεις προτείνεται ως μέτρο, το οποίο "θα ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας", εφ' όσον θα "ελαφρύνει" τις εμπράγματες συναλλαγές από την δαπάνη για αμοιβή δικηγόρου. Επιπλέον, η υποχρεωτική παράσταση δικηγόρων στις εμπράγματες συμβάσεις αμφισβητείται και ως προς την συνταγματικότητά της.

Όμως, ξεκινώντας από το τελευταίο, ο θεσμός της υποχρεωτικής παράστασης δικηγόρου στις εμπράγματες δικαιοπραξίες δεν συνιστά άλλο τι από το αντίστοιχο της "ικανότητας του δικολογείν" για την εκπροσώπηση των διαδίκων στα δικαστήρια. Και επιβλήθηκε από τον νομοθέτη χάριν της ανάγκης ασφάλειας των εμπράγματων συναλλαγών, την οποία ο νομοθέτης δεν θέλησε να αφήσει στην ελευθερία διάθεσης των συμβαλλομένων.

Με την έννοια αυτή, η εμπράγματη σύμβαση αντιμετωπίζεται -και ορθά- από τον νομοθέτη σαν μια νομική κατασκευή που πρέπει να καταρτίζεται με εγγυήσεις μακροπρόθεσμης ασφάλειας, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο όπως μια τεχνική κατασκευή απαιτείται να έχει τους αναγκαίους όρους ασφάλειας, που εξασφαλίζονται με την σύμπραξη και την εποπτεία μηχανικών διαφόρων ειδικοτήτων και την έκδοση οικοδομικής αδείας.

Πρέπει, μάλιστα, να ληφθεί υπ' όψιν, ότι οι εμπράγματες συναλλαγές στην χώρα μας καταρτίζονται σε ένα ιδιαίτερο περιβάλλον ανασφάλειας και αβεβαιότητας που δημιουργούν παράγοντες όπως το τεκμήριο ιδιοκτησίας του Δημοσίου, η έλλειψη δασικών χαρτών, τα προβλήματα οριοθέτησης αιγιαλού και παλαιού αιγιαλού, η σε βάθος χρόνου γενική αταξία των τίτλων ιδιοκτησίας, η συνθετότητα των πολεοδομικών και χωροταξικών κανόνων και η γενική πολυνομία.

Συνεπώς, η άποψη ότι η υποχρεωτική παράσταση δικηγόρων είναι θεσμός που εξυπηρετεί μονομερώς τον δικηγόρο και θίγει τον πολίτη ή επιβαρύνει τις συναλλαγές είναι περισσότερο δογματική παρά αντικειμενική.

Πράγματι, η εγγυητική σύμπραξη δικηγόρων στις εμπράγματες συναλλαγές σε μια χώρα στην οποία συνυπάρχουν τίτλοι κτήσης των βυζαντινών αυτοκρατόρων, του Οθωμανικού Κράτους και κάθε λογής νομικοί παραλογισμοί και στην οποία το Κτηματολόγιο κάνει μόλις τα πρώτα του βήματα, είναι κρίσιμη για την ασφάλεια των συναλλαγών και όρος για την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας και της ανταγωνιστικότητας.

Επιπλέον, η εγγυητική σύμπραξη των δικηγόρων συμβάλλει στην μείωση των δικαστικών εμπλοκών γύρω από εμπράγματες συναλλαγές και εξοικειώνει τους πολίτες με την αξία της προληπτικής και της συμβουλευτικής δικηγορίας.

Έτσι, η υποχρεωτική παράσταση του δικηγόρου σε μια εμπράγματη συναλλαγή είναι άδικο και ανερμάτιστο να αντιμετωπίζεται ως "επιβάρυνση" των συναλλαγών. Αντιθέτως, αποτελεί αναγκαία διασφάλιση και κάθε μιας συναλλαγής ξεχωριστά και διασφάλιση του πνεύματος ασφάλειας των εμπράγματων συναλλαγών και της κτηματαγοράς γενικότερα.

Υπό τις συνθήκες αυτές, η κατάργησή της παράστασης δικηγόρων στα συμβόλαια όχι μόνο δεν είναι ικανή να κάνει την κτηματογαρά πιό ευέλικτη ή πιό ανταγωνιστική, αλλά μακροπρόθεσμα θα την καταστήσει αναξιόπιστη και ανασφαλή, σε βάρος των συναλλαγών και της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας.

4. Η απαγόρευση της διαφήμισης είναι ένα μέτρο το οποίο αποσκοπεί από την μία στην εξασφάλιση όρων ισότιμου ανταγωνισμού μεταξύ δικηγόρων και από την άλλη στην προστασία του κύρους του Δικηγορικού Σώματος.

Στην πράξη, ωστόσο, το μέτρο έχει από χρόνια καταλυθεί λόγω της εξάπλωσης του ίντερνετ και της εκτεταμένης χρήσης του από δικηγόρους και δικηγορικά γραφεία για λόγους διαφήμισης των υπηρεσιών τους.

Σε κάθε περίπτωση, το ζήτημα της διαφήμισης των δικηγόρων ακόμη και αν δεν ρυθμιζόταν νομοθετικά θα έπρεπε να αντιμετωπίζεται με την αυτοδέσμευση του Δικηγορικού Κόσμου, με κύριο κριτήριο την προστασία του κύρους του Σώματος των Δικηγόρων, το οποίο θα κινδύνευε από την ασύδοτη χρήση κάθε είδους μέσου ή επικοινωνιακού τεχνάσματος για την προώθηση ή διαφήμιση υπηρεσιών, των οποίων ο επιστημονικός χαρακτήρας πρέπει να είναι περισσότερο κυρίαρχος και σημαντικός από την εμπορική τους διάσταση.

Άλλωστε, επειδή η εμπιστοσύνη και το προσωπικό κριτήριο είναι τα κυρίαρχα στοιχεία της σχέσης δικηγόρου-εντολέα, η ελευθερία διαφήμισης των δικηγόρων ελάχιστα θα συνεισέφερε στην "ανταγωνιστικότητα" του δικηγορικού κλάδου, ο οποίος πρέπει να λύσει πολλά προβλήματα πριν φτάσει να συζητά για το ζήτημα της διαφήμισης και της προσέλκυσης πελατείας με επικοινωνιακές μεθόδους.

Μόνη πραγματική, άλλωστε, διαφήμιση των δικηγόρων θα αποτελεί πάντα ο εντολέας, ο οποίος μέσα από τις υπηρεσίες του δικηγόρου του πείστηκε πως ζεί σε ένα κράτος δικαίου.

Εν κατακλείδει, οι περιβόητες αλλαγές στο επάγγελμα του δικηγόρου συνιστούν άκαιρες και περιττές -τουλάχιστον στο χρονικό στάδιο αυτό- επεμβάσεις στον φλοιό του προβλήματος της λειτουργίας της δικαιοσύνης, του οποίου ο πραγματικός πυρήνας δεν είναι άλλος, παρά η καθυστέρηση στην απονομή της δικαιοσύνης.

Όμως, στην δημόσια συζήτηση που ξεκινά, εμείς οι δικηγόροι πρώτα και πάνω από όλα πρέπει όχι μόνο να προσεγγίσουμε με στοχευμένη κριτική διάθεση και με την αξιοπρέπεια που αρμόζει στο Σώμα των Δικηγόρων μεμονωμένα άστοχα μέτρα, αλλά κυριώτερα να καταπολεμήσουμε την άδικη αντίληψη που επιχειρείται να περάσει στην ελληνική κοινωνία και θέλει τον Έλληνα Δικηγόρο μέρος και συνυπαίτιο μιας παθογένειας, με την οποία κάθε μέρα τόσο γενναία και τόσο άνισα μάχεται.

www.lawyersvoice.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου