Πείνα
13.12.41 (Ασημ. Πανσέληνος, Φύλλα Ημερολογίου (1941-1943), Αθήνα, Κέδρος, 1993, σ. 118-119)
Μεγάλες θλιβερές ουρές
(Γιώργος Καράγιωργας, Οι τραγουδιστάδες της Λευτεριάς, αναφορά στο: Χατζηπατέρα-Φαφαλιού, Μαρτυρίες 40-44, β' έκδοση, Αθήνα, Κέδρος, 1993, σ. 328)
Πεινώ
Κατοχή.
Στις γωνιές των δρόμων οι ντενεκέδες με τα σκουπίδια περιμένουν όχι το
αυτοκίνητο ή μάλλον το κάρο να τους αδειάσει. Περιμένουν τους
πεινασμένους ανθρώπους να ψάξουν μέσα να βρουν κάτι φαγώσιμο:
λεμονόκουπα, φύλλα κρεμμυδιού... [...]
Τα μπακάλικα άδεια. Το μόνο που βρίσκαμε ήταν μουστάρδα. Ο κυρ Βαγγέλης -ο παντοπώλης μας- διερωτάται πώς αγοράζουμε όλο μουστάρδα... Μια μέρα του έλυσα την απορία αυτή: "Σπουδαίο φαγητό" του λέω...
Η λέξη "πεινώ" αντηχούσε συνεχώς στ' αυτιά μας. Παιδιά γύριζαν σκελετωμένα, ωχρά, σύρριζα στο πεζοδρόμιο και φώναζαν "πεινώ" για να τ' ακούσουν οι ένοικοι των ισογείων σπιτιών να συγκινηθούν και να τους δώσουν κάτι, αν είχαν.
[...]
Κάποτε μας έδιναν με δελτίο λίγο ψωμί οι φούρνοι. Ήταν από σκουπόσπορο. Αν το κρατούσες στα χέρια να πας στο σπίτι, κάποιος σου τ' αρπούσε χωρίς ντροπή...
(Έρη Mελέκου, στο: Χατζηπατέρα-Φαφαλιού, Μαρτυρίες 40-44, β' έκδοση, Αθήνα, Κέδρος, 1993, σ. 305)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου