Όπως και στους στρατώνες υπάρχει και δω πρωινό εγερτήριο. Στις πέντε το πρωί αρχινάνε όλα τα κουδούνια του σπιτιού να χτυπάνε σα δαιμονισμένα. [...] Στις έξι φεύγουμε με λεωφορεία της φίρμας και πάμε σ’ ένα χωριό που είναι εργοστάσιο. Φέλπερ το λένε το χωριό [...] Γυρνάμε στις έξι το απόγευμα και είμαστε ψόφιες γιατί είναι δεκατρείς ώρες από το πρωί που ξυπνήσαμε. Τώρα πρέπει να προλάβουμε να ψωνίσουμε, να μαγειρέψουμε, να φάμε, να πλύνουμε τα ρούχα μας, να πλυθούμε οι ίδιες. [...] Σ’ εννιά δωμάτια κοιμούμαστε σαράντα γυναίκες. [...] Δίπλα έχει μια γούρνα που πλένουμε και τα πιάτα και τα ρούχα μας και τα ποδάρια μας. Πληρώνουμε εξήντα μάρκα το μήνα το κρεβάτι και δεν πάει το μηνιάτικο από το εργοστάσιο πάνω από πεντακόσια ποτές. [...] Ναι, γιατρός. Δεν μπορούμε να πάμε όπου θέλουμε παρά μονάχα σ’ έναν που με τριανταοχτώ πυρετό μας στέλνει στη φάμπρικα για δουλειά.
Γιώργος Μαντζουράνης,
«Έλληνες εργάτες στη Γερμανία»,
σελ 239, εκδ Gutenberg 1974.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου