Αξιότιμε κύριε Υπουργέ,
Στα πλαίσια της διαβούλευσης επί του σχεδίου νόμου «για τη δίκαιη δίκη και την αντιμετώπιση φαινομένων αρνησιδικίας» υποβάλουμε τις παρακάτω παρατηρήσεις με την ελπίδα ότι θα συμβάλλουμε στην καλύτερη αντιμετώπιση των προβλημάτων της δικαιοσύνης γενικά και της διοικητικής δικαιοσύνης ειδικότερα.
Α. ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
α) Η υπαρκτή ανάγκη ταχείας δικαιοσύνης δεν είναι συνταγματικώς επιτρεπτό να οδηγεί σε ουσιώδη περιστολή του δικαιώματος των πολιτών σε παροχή πλήρους δικαστικής προστασίας από δικαστήρια με ανεξάρτητους και αμερόληπτους δικαστές, που υποχρεούνται να εκδίδουν ειδικώς και εμπεριστατωμένως αιτιολογημένες δικαστικές αποφάσεις, ούτε σε ουσιώδη περιστολή άλλων ατομικών δικαιωμάτων. Το αίτημα πρέπει να είναι: Ορθή και ταχεία απονομή δικαιοσύνης και όχι απλώς ταχεία απονομή «δικαιοσύνης». Η ταχεία απονομή δικαιοσύνης πρέπει να επιδιώκεται με μέσα που δεν υποβαθμίζουν την ποιότητα. Το επίπεδο ποιότητας του δικαιοδοτικού έργου που έχει σήμερα επιτευχθεί από τα δικαστήρια αποτελεί επίπεδο που δεν πρέπει για κανένα λόγο να υποβαθμίζεται. Ούτε και για λόγους ταχύτερης απονομής δικαιοσύνης.
β) Η τροποποίηση πολλών και ουσιωδών διατάξεων σχετικών με την απονομή, την οργάνωση και τη λειτουργία της δικαιοσύνης και τους κανονισμούς των δικαστηρίων, με επείγουσες διαδικασίες, χωρίς να ληφθεί υπόψη προηγουμένως η γνώμη των ολομελειών των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων (τουλάχιστον των μεγάλων Δικαστηρίων της Χώρας), καθιστά τις εισαγόμενες διατάξεις προβληματικές από πλευράς συνταγματικότητας. Το όργανο της Πολιτείας, στο οποίο ανήκει η νομοθετική πρωτοβουλία πρέπει τυπικά να ζητεί, αλλά και ουσιαστικά να επιζητεί τις απόψεις των ολομελειών των δικαστηρίων (βλέπε συναφώς πρακτικό 1/2008 Ολομελείας ΣτΕ σκέψεις 1-4). Και βέβαια οι ουσιαστικές διατάξεις περί επιτάχυνσης της δικαιοσύνης πρέπει να νομοθετούνται με κάποια άνεση χρόνου και όχι με επείγουσες διαδικασίες
γ) Η διατύπωση του τίτλου εμπεριέχει, σημειολογικά, μία αρνητική στάση έναντι των δικαστών ˙ ενώ, για την καθυστέρηση εκδίκασης των διοικητικών διαφορών, το ποσοστό ευθύνης των δικαστών είναι το μικρότερο σε σχέση με άλλους παράγοντες, όπως κατ΄ επανάληψη έχει αναπτυχθεί. Συνεπώς, οι δικαστές δεν πρέπει να μετατραπούν σε αυτόματους γραφείς αποφάσεων με διεκπεραιωτικό χαρακτήρα και περιεχόμενο, χωρίς δικαιώματα, χωρίς δεδομένο και ασφαλές υπηρεσιακό καθεστώς, σύμφωνα με την αρχή της αξιοκρατίας, χωρίς οικογενειακή ζωή, χωρίς ευκαιρίες επιμόρφωσης και φυσικά, χωρίς δικαστική προστασία, την οποία απολαμβάνουν όλοι οι πολίτες, ημεδαποί και αλλοδαποί.
Β. ΠΑΡΑΤΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΤΙΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ
1) ΄Αρθρο 43 : Τεκμήριο ομολογίας βάσης ισχυρισμών του αιτούντος λόγω μη αποστολής των στοιχείων του φακέλου από τη διοίκηση.
Φρονούμε, ότι είναι επικίνδυνη η διάταξη, διότι υπάρχει πιθανότητα διαφθοράς με συμπαιγνία της διοίκησης και μη αποστολή του φακέλου. Εξάλλου, για κάθε υπόθεση υπάρχουν κρίσιμα στοιχεία (φύση της σχέσης που συνδέει τον ιδιώτη διάδικο με το Δημόσιο ή το ΝΠΔΔ αντίδικο) που πρέπει να βεβαιώνονται από τη Δημόσια Αρχή για την αποφυγή σοβαρών λαθών. Εκτιμούμε, ότι ορθότερες είναι οι ρυθμίσεις του άρθρου 129 του ΚΔΔ, όπως ισχύουν.
2) ΄Αρθρο 47 : Με τις προτεινόμενες διατάξεις μεταφέρεται ύλη φορολογικών διαφορών α΄ βαθμού από το τριμελές διοικητικό εφετείο στο μονομελές διοικητικό εφετείο και από το τριμελές διοικητικό πρωτοδικείο στο μονομελές διοικητικό πρωτοδικείο. Επίσης, μεταφέρονται εφέσεις του μονομελούς διοικητικού εφετείου στο τριμελές διοικητικό πρωτοδικείο. Οι ρυθμίσεις έχουν ως αποτέλεσμα την ελάφρυνση των τριμελών σχηματισμών και την επιβάρυνση των μονομελών σχηματισμών (πρωτοδικείου και εφετείου).
Πρέπει να παρατηρηθεί ότι την τελευταία τριετία οι επεμβάσεις του νομοθέτη στη διάταξη είναι υπερβολικά συχνές και καταλήγουν άσκοπες, αφού κάθε φορά δεν μεσολαβεί ικανό διάστημα, ώστε να διαφανούν τα αποτελέσματα της επιχειρούμενης αλλαγής. Η διάταξη τροποποιήθηκε με το ν.3659/2008, χωρίς να καταλαμβάνονται οι εκκρεμείς υποθέσεις και κατόπιν με το ν.3900/2010, ο οποίος κατέλαβε τις εκκρεμείς υποθέσεις κατά την έναρξη ισχύος του. Με την επιχειρούμενη αλλαγή θα επέλθει εκ νέου σημαντική μετατόπιση υποθέσεων μεταξύ των διοικητικών δικαστηρίων, χωρίς να προκύπτει ανάγκη νέας ρύθμισης, αφού οι ρυθμίσεις του ν.3900/2010 δεν έχουν ακόμα παράξει πλήρως αποτελέσματα. Πρέπει να σημειωθεί ότι, όπως συνέβη και με το πρώτο διάστημα εφαρμογής του ν.3900/2010, θα ανατραπεί ο προγραμματισμός του προσδιορισμού των Δικαστηρίων, αφού προσδιορισμένες υποθέσεις θα πρέπει να παραπεμφθούν στο αρμόδιο Δικαστήριο (για παράδειγμα ολόκληρο το πινάκιο των φορολογικών υποθέσεων της Τριμελούς σύνθεσης στο Πρωτοδικείο, θα πρέπει να παραπεμφθεί στη Μονομελή σύνθεση), επιφέροντας ακόμα περισσότερη καθυστέρηση στην εκδίκασή τους. Εξάλλου, η κατάργηση της τριμελούς σύνθεσης στις φορολογικές υποθέσεις αντιστρατεύεται την κοινή νομική λογική που θέτει το μονομελές δικαστήριο να χειρίζεται τις υποθέσεις ελάσσονος ενδιαφέροντος, ώστε να εξοικονομούνται πόροι για την εκδίκαση των σημαντικότερων υποθέσεων από την τριμελή σύνθεση. Η ρύθμιση που επιχειρείται με το άρθρο 47 του σχεδίου νόμου δεν δικαιολογείται ούτε από το σκοπό του νόμου (σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση), δεδομένου ότι τα σκοπούμενα αποτελέσματα έχουν ήδη επέλθει με τις προηγούμενες τροποποιήσεις.
3) ΄Αρθρο 51 : Αντικατάσταση του άρθρου 126 Α του Κ.Δ.Δ.
Με την εισαγόμενη διάταξη δημιουργείται μια διαδικασία εκδίκασης υποθέσεων στην ουσία τους (δεκτών ή απορριπτικών), παράλληλη με αυτήν της εκδίκασης στο ακροατήριο και χωρίς τις αντίστοιχες εγγυήσεις. Παράλληλα, προβλέπεται ότι ο ηττώμενος διάδικος μπορεί με αίτησή του και με μικρή οικονομική επιβάρυνση να ζητήσει την εισαγωγή της υπόθεσης σε συζήτηση στο ακροατήριο. Στην αιτιολογική έκθεση σημειώνεται ότι «Με την πρόβλεψη αυξημένης δαπάνης ελπίζεται ότι οι διάδικοι (ιδιώτες ή δημόσιο) θα αποθαρρύνονται από το να ζητούν την συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο και η διαδικασία αυτή θα συντελέσει στην επιτάχυνση των δικών».
Πέραν της περίπου βέβαιης επιβάρυνσης των πινακίων με υποθέσεις που θα έχουν ήδη εκδικαστεί σε διαδικασία σε συμβούλιο, εκτιμούμε ότι δύσκολα το Δημόσιο, που ασκεί καταχρηστικά ή ακόμα και απαράδεκτα (λόγου ποσού) ένδικα μέσα σε όλους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, θα αποθαρρυνθεί από το να ζητά τη συζήτηση των υποθέσεων, στις οποίες ηττάται, και στο ακροατήριο. Με την ως τώρα ακολουθούμενη τακτική, θα επέλθει κατασπατάληση δικαστικών πόρων με τη διπλή εκδίκαση υποθέσεων από το ίδιο Δικαστήριο στο πλαίσιο δύο διαφορετικών διαδικασιών. Το αποτέλεσμα θα είναι αντί της επιτάχυνσης, πρόσθετη καθυστέρηση, εκτός αν η διαδικασία δεν τύχει (ευρείας) εφαρμογής. Τέλος, η δυνατότητα εισαγωγής τους στο ακροατήριο αναιρεί τόσο τον επιδιωκόμενο σκοπό της ταχείας επίλυσής τους, όσο και της οριστικοποίησης του αποτελέσματός τους.
4) Άρθρο 52 : Υποχρέωση του εισηγητή να συντάσσει σε ηλεκτρονική μορφή το σχέδιο για δημοσίευση και το πρωτότυπο της δικαστικής απόφασης (δηλαδή και την πρώτη σελίδα).
Η διάταξη καθιστά τους δικαστές (όσους δεν έχουν ικανότητα, αλλά ούτε και υποχρέωση χειρισμού η/υ) υπόχρεους να συντάσσουν σε ηλεκτρονική μορφή το σχέδιο και το πρωτότυπο της δικαστικής απόφασης. Υποβαθμίζει τους δικαστές σε δακτυλογράφους χειριστές η/υ και επιβαρύνει το χρόνο συνολικής απασχόλησης τους για την έκδοση δικαστικών αποφάσεων. Εξάλλου, με την προτεινόμενη ρύθμιση καταργείται η διαδικασία δημοσίευσης των αποφάσεων, δεδομένου ότι με την ισχύουσα διάταξη προβλέπεται ότι «3.Η απόφαση δημοσιεύεται από το σχέδιο, απαγγέλλεται δε σε δημόσια συνεδρίαση του δικαστηρίου» ˙ ενώ με την προτεινόμενη ότι «Ο δικαστής παραδίδει το πρωτότυπο της απόφασης σε ηλεκτρονική μορφή με το περιεχόμενο που προβλέπεται στο επόμενο άρθρο. Η απόφαση απαγγέλλεται σε δημόσια συνεδρίαση». Από πουθενά δεν προκύπτει σε ποιο στάδιο και με ποιο περιεχόμενο δημοσιεύεται η δικαστική απόφαση (βλ. άρθρο 192 παρ. 1 γ «1. Η δικαστική απόφαση είναι ανυπόστατη : α)…..β)….γ)αν αυτή δεν δημοσιεύτηκε…»).
Γ.ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΤΟΝ ΚΩΔΙΚΑ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ
1) ΄Αρθρο 87 : Κανονισμοί των Δικαστηρίων.
Με την παρ.1 του άρθρου αυτού τροποποιείται η παρ.4 του άρθρου 17 του ν.1756/1988, ως προς τη σύνταξη των Κανονισμών των Δικαστηρίων και αφενός διευρύνεται ο κύκλος των προσώπων που δικαιούνται να ζητήσουν τη σύνταξη, τροποποίηση κλπ., των Κανονισμών, αφετέρου δίδεται απόλυτη διακριτική ευχέρεια στις ολομέλειες των Ανωτάτων Δικαστηρίων για την τροποποίηση, συμπλήρωση ή ακύρωση αυτών, ακόμα και χωρίς σχετικό αίτημα του Υπουργού Δικαιοσύνης ή των υπολοίπων προσώπων που ορίζονται στην παρ. 1 του άρθρου. Επειδή, όμως, η έννοια της δικαστικής ανεξαρτησίας περιλαμβάνει και την «εσωτερική ανεξαρτησία» των δικαστικών λειτουργών, από τα Ανώτατα Δικαστήριο του κλάδου τους, νομίζουμε ότι θα έπρεπε να διαμορφωθεί διαφορετικά το άρθρο αυτό. ΄Ετσι, προτείνουμε να καταρτίζονται οι Κανονισμοί από την Ολομέλεια των οικείων Δικαστηρίων, όπως ισχύει σήμερα, και να προβλεφθεί δικαίωμα προσφυγής στην Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου του οικείου κλάδου, από τον Υπουργό Δικαιοσύνης, ή τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παρ.1 του νομοσχεδίου, ώστε να είναι κάθε φορά οριοθετημένο το αντικείμενο της διαφωνίας και να προωθούνται οι όποιες αλλαγές των Κανονισμών με διαφάνεια.
2) ΄Αρθρο 90 παρ.1 : Κωλύματα εντοπιότητας
Με αυτή την παράγραφο τροποποιείται, επί το δυσμενέστερο, η διάταξη της παρ.4 του άρθρου 42, σύμφωνα με την οποία εξαιρούνται από τα κωλύματα εντοπιότητας οι Δικαστικοί Λειτουργοί που υπηρετούν σε μεγάλα αστικά κέντρα. ΄Ετσι, το κώλυμα εντοπιότητας καταλαμβάνει πλέον και τις πόλεις του Βόλου, της Ρόδου, των Χανίων και των Ιωαννίνων. Το δε κώλυμα της παρ.5 του ιδίου άρθρου (δικηγόρος, σύζυγος ή συγγενής έως δεύτερου βαθμού), διατηρείται, παρά το ότι πλέον το επάγγελμα του δικηγόρου απελευθερώνεται από τοπικούς περιορισμούς και εκλείπουν έτσι οι δικαιολογητικοί λόγοι θέσπισης του συγκεκριμένου κωλύματος. ΄Αποψη του Δ.Σ. της Ενωσής μας είναι, ότι ο νομοθέτης πρέπει να κινηθεί σε αντίστροφη κατεύθυνση και να διευρύνει τον κύκλο των πόλεων, με εξαίρεση των κωλυμάτων εντοπιότητας, σύμφωνα και με τη νέα δομή των Καλλικρατικών Δήμων και τα δεδομένα της πρόσφατης απογραφής. Πρόσθετο επιχείρημα δίνει και η οικονομική επιβάρυνση, με τις δεδομένες οικονομικές συνθήκες, για τη συντήρηση επιπλέον κατοικίας, από Δικαστικούς Λειτουργούς που λόγω κωλύματος δεν μπορούν να υπηρετούν στις πόλεις από τις οποίες κατάγονται ή είναι εγκατεστημένοι και ειδικά στις πόλεις που η προτεινόμενη ρύθμιση περιλαμβάνει. Με βάση τα παραπάνω, προτείνουμε την εξαίρεση από το κώλυμα εντοπιότητας των πόλεων Κέρκυρας, Μυτιλήνης, Κομοτηνής και Αλεξανδρούπολης. Αυτό θα επιτρέψει σε ένα μεγάλο αριθμό δικαστών, μεγαλύτερο από ότι σήμερα, να εγκατασταθεί σε «δυσπρόσιτες» περιοχές και θα περιορίσει τα αιτήματα μεταθέσεων, ενώ θα επιτρέπει και στους νέους δικαστικούς λειτουργούς να κοινωνικοποιούνται και να δημιουργούν οικογένεια σ΄ αυτές τις περιοχές, με προφανή ευεργετικά αποτελέσματα για την ποιότητα του δικαιοδοτικού τους έργου.
Συμπερασματικά, η εντοπιότητα ως κώλυμα δεν θα έπρεπε να υπάρχει για δικαστές, εφόσον οι τελευταίοι σέβονται το λειτούργημά τους και δεδομένου ότι στον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας προβλέπεται διαδικασία αυτοεξαίρεσης όσο και αίτησης εξαίρεσης. Αν δεν έχουν το αναγκαίο ήθος και σθένος, δεν είναι κατάλληλοι για δικαστές, πρέπει να κρίνονται, να μετατίθενται ή και να απολύονται, με βάση τις ισχύουσες διατάξεις.
3) ΄Αρθρο 90 παρ.2 : ΄Αδεια ανατροφής τέκνου.
Σε αντίθεση με τα ισχύοντα στον Υπαλληλικό Κώδικα, όπου ο γονέας υπάλληλος λαμβάνει άδεια ανατροφής τέκνου εννέα (9) μηνών (άρθρο 53 του ν.3528/2007), ο Δικαστής – γονέας δικαιούται μόνο πέντε (5)μήνες. Το γεγονός αυτής της διαφοροποίησης δημιουργεί πρόδηλο ζήτημα αντισυνταγματικότητας της σχετικής ρύθμισης. Πρότασή μας είναι να αναμορφωθεί η παρ.21 του άρθρου 44 ν.1756/1988 ως εξής : «Στο γονέα δικαστικό λειτουργό χορηγείται, με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και ύστερα από αίτησή του, άδεια εννέα (9) μηνών με αποδοχές για ανατροφή παιδιού, κατά τις διατάξεις που ισχύουν για τους πολιτικούς διοικητικούς υπαλλήλους του κράτους». Αυτό λύνει, δια παραπομπής, επιτυχώς, όλα τα ανακύπτοντα ζητήματα.
4) ΄Αρθρο 91 : .Μισθός, περικοπή για καθυστέρηση.
Με το άρθρο αυτό προβλέπεται περικοπή αποδοχών με πράξη του δικαστικού λειτουργού που διευθύνει το δικαστήριο σε περίπτωση δικαστή που συζητά μη ικανό αριθμό υποθέσεων, σε περίπτωση αδικαιολόγητης καθυστέρησης παραδόσεως σχεδίων αποφάσεων και δικογραφιών, μη συμμετοχής στις συνεδριάσεις, μη εκτέλεσης υπηρεσίας. Η πράξη περικοπής αποτελεί δυσμενές στοιχείο για την προαγωγή του δικαστή. Και εκδίδεται, κατ΄ αρχήν, από τον δικαστή που διευθύνει το δικαστήριο. Υπόκειται δε σε προσφυγή ενώπιον του οικείου Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου, η οποία όμως δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα. Δεν πρόκειται για την απλή περικοπή αποδοχών ανάλογη του άρθρου 43 του Κώδικα Πολιτικών Υπαλλήλων. Διότι αυτή αποτελεί περικοπή του μισθού για υπαίτια μη παροχή υπηρεσίας, κυρίως όταν ο υπάλληλος υπαιτίως απουσιάζει αυθαιρέτως και δεν παρέχει την υπηρεσία του εντός του καθορισμένου από την υπηρεσία ωραρίου εργασίας του. Αντίθετα, ο δικαστής δεν έχει ωράριο, ασκεί τα καθήκοντά του με βάση τη βαρύτητα των υποθέσεων, απασχολείται και πέραν του ωραρίου λειτουργία των δικαστηρίων, χρεώνεται με βάση ενδεικτικό αριθμό υποθέσεων. Κατά συνέπεια, στις περισσότερες περιπτώσεις, είναι δύσκολο να προσδιορισθεί τι αποτελεί αδικαιολόγητη μη παροχή υπηρεσίας από τον δικαστή και ποιος μισθός αναλογεί στην υπαίτια αυτή καθυστέρηση. Εκ τούτων, καταφαίνεται ότι η εισαγόμενη ρύθμιση δεν αποτελεί απλή περικοπή αποδοχών. Πρόκειται στην ουσία για καθιδρυόμενο ειδικό πειθαρχικό παράπτωμα (αδικαιολόγητη υπαίτια μη εκτέλεση υπηρεσιακού καθήκοντος), με συνέπεια την επιβολή ως πειθαρχικής ποινής α)την περικοπή των αποδοχών και β)την έμμεση στέρηση του δικαιώματος προαγωγής (η πράξη αποτελεί «δυσμενές στοιχείο για την προαγωγή»). Οι διατάξεις αυτές α)δεν είναι ορισμένες, εφόσον δεν προβλέπουν πως καθορίζεται το ύψος των περικοπτομένων αποδοχών (π.χ. Πόσες υποθέσεις πρέπει να συζητήσει ο δικαστής και εντός ποίου διαστήματος (μηνός, έτους) για να θεωρείται ότι έχει συζητήσει «μη ικανό αριθμό» υποθέσεων; Η μη συμμετοχή σε μια και μόνη συνεδρίαση του δικαστηρίου αρκεί για να περικοπούν οι αποδοχές τους; Η περικοπή αφορά μόνο την μη συμμετοχή του στη συγκεκριμένη ημέρα κλπ); Εκτιμούμε, ότι ο έμμεσος, πλην σαφής, πειθαρχικός χαρακτήρας των διατάξεων επιβάλλει την τήρηση των αρχών του πειθαρχικού δικαίου και ειδικότερα του πειθαρχικού δικαίου των δικαστών (άρθρα 90 έως 107 ν.1756/1988). Συνεπώς, οι διατάξεις αυτές δεν πρέπει να γίνουν δεκτές. Το πειθαρχικό δίκαιο των δικαστών έχει συγκεκριμένες και σαφείς διατάξεις για το παράπτωμα της αδικαιολόγητης καθυστέρησης στην εκτέλεση των καθηκόντων, καθώς και για τα κριτήρια του χαρακτηρισμού της καθυστέρησης ως αδικαιολόγητης, όπως επίσης και για το ειδικό παράπτωμα της μη έκδοσης απόφασης μέσα σε 8 μήνες από τη συζήτηση και την συνεπεία τούτου αφαίρεση της δικογραφίας (άρθρο 91 παρ.3 δ΄και θ΄ του ν.1756/1988). Προβλέπει ποιος ασκεί την πειθαρχική δίωξη (άρθρο 99) και με ποιού την αναφορά, ειδικώς δε για τους προϊσταμένους των δικαστηρίων ορίζει ότι «προϊστάμενοι δικαστηρίων ή εισαγγελιών μόλις λάβουν γνώση ότι δικαστικός λειτουργός που υπηρετεί στο δικαστήριο ή στην εισαγγελία της οποίας προΐστανται, διέπραξε πειθαρχικό παράπτωμα για το οποίο δεν έχουν αρμοδιότητα δίωξης, οφείλουν να το ανακοινώσουν στο αρμόδιο όργανο για την άσκηση πειθαρχικής δίωξης και να διαβιβάσουν τα σχετικά στοιχεία» (άρθρο 99 παρ. 5). Ορίζει επίσης τα αρμόδια για την επιβολή της πειθαρχικής ποινής όργανα, σε πρώτο και δεύτερο βαθμό, (σύμφωνα και με τις διατάξεις του άρθρου 91 του Συντάγματος) και ότι η προθεσμία της έφεσης και η άσκηση αυτής έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα (άρθρο 95 και 105 παρ.3). (Βλέπε επίσης και τα άρθρα 107 και 108 του παρόντος νομοσχεδίου με τα οποία τροποποιούνται διατάξεις του άρθρου 91, 98 και 99 του ν.1756/88).
Οι προτεινόμενες διατάξεις είναι περιττές. Οι προϊστάμενοι των δικαστηρίων μπορεί και πρέπει να ζητούν την δίωξη των δικαστών που καθυστερούν στην εκτέλεση των καθηκόντων τους, σύμφωνα με τις σχετικές περί πειθαρχικού δικαίου διατάξεις. Η τυχόν παράλειψη αποτελεί και γι΄ αυτούς πειθαρχικό παράπτωμα. Ενδεχομένως θα πρέπει να ορισθεί, ότι τα πειθαρχικά παραπτώματα εκκαθαρίζονται σε σύντομες προθεσμίες π.χ. Όχι πέραν του έτους. Περικοπή αποδοχών μπορεί να εισαχθεί, ως απλό μέτρο αφαίρεσης του μισθού για την εργασία που υπαιτίως δεν παρασχέθηκε, μόνο όταν καθορίζεται συγκεκριμένος τρόπος υπολογισμού του μισθού που αναλογεί στην υπαίτια μη εκτέλεση υπηρεσίας και πρέπει να περικόπτεται σε συγκεκριμένη περίπτωση.
5) ΄Αρθρο 93 : Εκπαιδευτικές άδειες.
Με αυτό το άρθρο μεταβάλλονται τα σχετικά με την χορήγηση στους δικαστικούς λειτουργούς εκπαίδευσης άδειας στην αλλοδαπή. Ενώ (και σωστά) αυξάνεται το έτος ηλικίας από το 45ο στο 55ο για τη χορήγηση της άδειας αυτής, καταργείται η παρ.15 του άρθρου 46 του ν.1756/1988 που προέβλεπε τη δυνατότητα χορήγησης εκπαιδευτικών αδειών για την παρακολούθηση Μεταπτυχιακών Προγραμμάτων σε Νομική Σχολή της ημεδαπής. Αυτή η δυνατότητα παρέχεται, βέβαια, στους δημοσίους υπαλλήλους (άρθρο 58 του ν.3528/2007). Διαφωνούμε με την προτεινόμενη ρύθμιση και προτείνουμε την διατήρηση του θεσμού της εκπαιδευτικής άδειας ημεδαπής, με προσαρμογή του έτους ορίου στο 55ο, κατά τα ανωτέρω ρυθμιζόμενα για τις άδειες αλλοδαπής.
6) ΄Αρθρο 94 : Προαγωγές
Μέχρι τώρα για να προαχθεί δικαστής στον ανώτερο βαθμό αρκούσε η κρίση κατ΄εκλογή προακτέος. Με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις α)στο βαθμό του Προέδρου Εφετών και άνω οι προαγωγές γίνονται κατ΄απόλυτη εκλογή. Προάγονται δηλαδή μόνο εκείνοι που έχουν εξαιρετικά προσόντα. Επομένως παραλείπονται όλοι εκείνοι που δεν έχουν εξαιρετικά προσόντα. β)Για τις προαγωγές μέχρι του βαθμού του εφέτη το 20% των θέσεων καταλαμβάνουν οι έχοντες εξαιρετικά προσόντα και το 80% των θέσεων καταλαμβάνουν οι κατέχοντες τα προσόντα σε ικανό βαθμό για να ανταποκριθούν στον ανώτερο βαθμό. Αυτό σημαίνει ότι αν δεν υπάρχουν υποψήφιοι με εξαιρετικά προσόντα σε αριθμό του 20% των θέσεων παραμένουν κάποιες θέσεις κενές. Η οι κρίσεις προχωρούν μέχρι να βρεθούν υποψήφιοι με εξαιρετικά προσόντα. Οπότε έχομε παραβίαση της σειράς αρχαιότητας. Με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις επίσης δεν προάγεται στον επόμενο βαθμό ο δικαστής που καθυστερεί αδικαιολόγητα τη δημοσίευση και θεώρηση των αποφάσεων. Θεωρείται δε αδικαιολόγητη καθυστέρηση α)όταν η απόφαση δεν δημοσιεύεται σε έξι μήνες από τη συζήτηση, β)προκειμένου περί ασφαλιστικών μέτρων όταν δεν εκδίδεται σε ένα μήνα (από πότε) γ)προκειμένου για θεώρηση όταν αυτή γίνεται πέρα από ένα μήνα (από την παράδοση από τη γραμματεία προς θεώρηση).
Είναι σημαντικό να τονιστεί, ότι στην πράξη σπανίως το Α.Δ.Σ.Δ.Δ. προάγει στους βαθμούς του Προέδρου Πρωτοδικών Δ.Δ. ή του Εφέτη Δ.Δ. δικαστές «κατ΄απόλυτη εκλογή». Αυτό συμβαίνει διότι αφενός, όλοι οι δικαστικοί λειτουργοί επιλέγονται, κατά τον αρχικό τους διορισμό, μέσα από μια εξαιρετικά αυστηρή και αξιοκρατική διαδικασία επιλογής, η οποία απαιτεί την ύπαρξη των προσόντων αυτών, τα οποία, βελτιώνονται κατά την δικαστική υπηρεσία, μέσα από την τριβή με τις δικαστές υποθέσεις, αφετέρου, διότι δεν είναι εύκολο, λόγω της φύσεως της άσκησης των δικαστικών καθηκόντων και τις ιδιαιτερότητες της δικαστικής υπηρεσίας, να διαπιστωθεί η ύπαρξη των προσόντων αυτών σε τέτοιο βαθμό, ώστε να πραγματοποιείται η προαγωγή «κατ΄ απόλυτη εκλογή» στους βαθμούς αυτούς. Εξάλλου, με δεδομένη την ελληνική πραγματικότητα, είναι πολύ εύκολο να κατηγορηθεί τόσο το Α.Δ.Σ.Δ.Σ. όσο και ο προαγόμενος «κατ΄απόλυτη εκλογή» δικαστής, για έννοια , γεγονός που θα μπορούσε να διασαλεύσει την ηρεμία στο σώμα των διοικητικών δικαστών και να υπονομεύσει την απρόσκοπτη άσκηση των δικαστικών καθηκόντων. Με αυτές τις σκέψεις το Α.Δ.Σ.Δ.Δ. ακολουθεί την ασφαλή οδό της τήρησης της δικαστικής επετηρίδας ακόμα και στις προαγωγές στο βαθμό του Προέδρου Εφετών Δ.Δ. ΄Αλλωστε, για όσους αποδεδειγμένα δεν ασκούν προσηκόντως τα καθήκοντά τους και δημιουργούν προβλήματα στη λειτουργία των Δικαστηρίων, φροντίζει το Α.Δ.Σ.Δ.Δ. να τους παραλείπει από τις προαγωγές και σε ακραίες περιπτώσεις, να τους παύει από δικαστικούς λειτουργούς.
Συνεπώς : Η διατήρηση του ποσοστού 20% για τις προαγωγές, τουλάχιστον, στο βαθμό του προέδρου πρωτοδικών και του εφέτη δεν εξυπηρετεί την ομαλή λειτουργία των δικαστηρίων. Γι΄ αυτό, φρονούμε ότι η προτεινόμενη ρύθμιση πρέπει να αποσυρθεί και να παραμείνει η ισχύουσα διάταξη ως έχει. Τέλος στην παρ. 9 του άρθρου αυτού προβλέπεται η μη προαγωγή του δικαστή αν δεν έχει εκδώσει απόφαση εντός εξ (6) μηνών. Για λόγους ισονομίας και ενόψει του ότι ως πειθαρχικό παράπτωμα θεωρείται η μη έκδοση απόφασης εντός οκτώ (8) μηνών, φρονούμε ότι τα όρια αυτά πρέπει να εξισωθούν προς τα πάνω, στους 8 μήνες.
Περαιτέρω, θεωρείται προβληματική η διάταξη της παραγράφου 8, στην οποία αναφέρεται ότι «8. Οι αποφάσεις του οικείου ανωτάτου δικαστικού συμβουλίου και της οικείας ολομέλειας πρέπει, σε κάθε περίπτωση, να είναι πλήρως αιτιολογημένες. Τα μέλη τους μπορούν να στηρίζουν αιτιολογημένα την κρίση τους και στην προσωπική τους αντίληψη ως προς την ικανότητα των κρινομένων για την απονομή της δικαιοσύνης και τα εν γένει προσόντα τους». Κι' αυτό, διότι, οι ενδεχόμενες εξαρτήσεις που θα δημιουργηθούν κατά την προσωπική αξιολογική κρίση καθενός κρινομένου και η διακινδύνευση της εύρυθμης λειτουργίας της Δικαιοσύνης στα θεμέλιά της μέσω της διαδικασίας αυτής, δεν δικαιολογούνται από κανένα δημόσιο συμφέρον, ενώ σε κάθε περίπτωση θα προκαλέσουν την έντονη ανησυχία των συναδέλφων.
7) ΄Αρθρο 95 : Μεταθέσεις
Με αυτό το άρθρο θεσπίζεται για πρώτη φορά προϋπόθεση διετούς θητείας για μετάθεση, όχι μόνο των διοικητικών, αλλά και των πολιτικών –ποινικών δικαστών. Έχουμε κατά καιρούς εκφράσει την αντίθεσή μας σ΄ αυτή τη ρύθμιση και εκθέσει πλήρως τους λόγους της αντίθεσής μας (ανατροπή σειράς αρχαιότητας στις μεταθέσεις κλπ).
Σε κάθε περίπτωση, εφόσον θεσπίζεται υποχρέωση του Α.Δ.Σ. να συνεδριάζει κάθε Ιούνιο, νομίζουμε ότι ο σκοπός της διετούς υπηρεσίας μπορεί να επιτευχθεί με την μείωση του αριθμού των δύο (2) δικαστικών ετών της παραγράφου 2 σε ένα (1). Διαφορετικά, η «διετία» μετατρέπεται αυτομάτως σε «τριετία».
Τέλος, η παρ.5 του άρθρου 95 είναι πρακτικώς ανεφάρμοστη και δεν πρέπει να εισαχθεί, δεδομένου ότι ο δικαστικός λειτουργός χρεώνεται κάθε μήνα υποθέσεις, και άρα, με την εξαίρεση των περιπτώσεων εκπαιδευτικής ή άλλης άδειας ικανού χρονικού διαστήματος, που διακόπτουν τη χρέωσή του, κανένας δικαστικός λειτουργός δεν μπορεί να έχει παραδώσει το σύνολο των δικογραφιών που χειρίζεται, ενόσω συνεχίζει να υπηρετεί ˙ άλλως, θα πρέπει να μην χρεώνεται υποθέσεις ο μετατιθέμενος δικαστής, σε βάρος όμως της ποσοτικής απόδοσης αυτού.
8) ΄Αρθρο 99 : Προσφυγή στην Ολομέλεια.
Με το άρθρο αυτό, επέρχεται μια φαινομενικά επουσιώδης, αλλά, στην πραγματικότητα, σημαντική μεταβολή, ως προς το δικαίωμα δικαστικής προστασίας των δικαστικών λειτουργών για υπηρεσιακά τους θέματα. ΄Ετσι, ενώ οι δικαστικοί λειτουργοί δεν δικαιούνται να ασκήσουν αίτηση ακυρώσεως ή προσφυγή ουσίας στο Συμβούλιο της Επικρατείας για τα υπηρεσιακά τους θέματα, όπως, κατ΄ αντιστοιχία, μπορούν οι μόνιμοι υπάλληλοι του Δημοσίου, δικαιούνται να ασκήσουν προσφυγή στην Ολομέλεια του οικείου Ανωτάτου Δικαστηρίου του κλάδου που υπηρετούν, μόνο όμως υπό την προϋπόθεση ότι θα λάβουν «... τρείς τουλάχιστον ψήφους στο 15μελές Συμβούλιο και δύο στο 11μελές». Με τον τρόπο όμως αυτό αποστερούνται ολοκληρωτικά τη δικαστική τους προστασία για τον πυρήνα του υπηρεσιακού τους καθεστώτος. Αν όμως ανατρέξει κανείς στα πρακτικά της Βουλής κατά τη θέσπιση του ν.1756/1988 θα βρει επαρκείς αναπτύξεις για την ορθότητα της μη θεσπίσεως «φίλτρων» για την άσκηση του δικαιώματος προσφυγής των θιγόμενων δικαστών στην οικεία Ολομέλεια. Τέλος, ελλείπει με το «φίλτρο» αυτό μια σημαντική εγγύηση για τον δικαστικό έλεγχο των τυχόν υπερβάσεων των Ανωτάτων Δικαστικών Συμβουλίων και κατά τούτο, η προτεινόμενη ρύθμιση αντίκειται στο Σύνταγμα, την Ε.Σ.Δ.Α. και το Κοινοτικό Δίκαιο.
9) Αρθρο 106 : Αρχείο αναιρουμένων και εξαφανιζομένων αποφάσεων.
Ακατανόητη παρίσταται η πρακτική λειτουργία όσο και η χρησιμότητα του προβλεπόμενου ειδικού αρχείου. Ας σημειωθεί για παράδειγμα η περίπτωση στροφής της νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας ή η περίπτωση απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου που εξαφανίζεται από απόφαση του Διοικητικού Εφετείου, η οποία αναιρείται στη συνέχεια από το Συμβούλιο Επικρατείας, για να καταδειχθεί ότι η εισαγωγή τέτοιων κριτηρίων για την αξιολόγηση των δικαστικών λειτουργών, ξεκινώντας από μια απλώς ευλογοφανή βάση καταλήγει σε προφανώς εσφαλμένα αποτελέσματα. Τέλος, καταδεικνύεται σαφώς ότι η καχυποψία του νομοθέτη προς τους δικαστικούς λειτουργούς οδηγεί σε θέσπιση διατάξεων με προφανείς αστοχίες.
Δηλώνουμε, τέλος, ότι είμαστε στη διάθεση της Πολιτείας για εποικοδομητικό διάλογο, προκειμένου να αντιμετωπισθούν τα χρονίζοντα προβλήματα της Δικαιοσύνης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου