ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Λάρισα 22 Δεκεμβρίου 2011
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ Aριθμ. πρωτ. 628.
ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΛΑΡΙΣΑΣ
(Ν.Π.Δ.Δ.)
Ταχ. Δ/νση : ΜΕΓΑΡΟ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ ΛΑΡΙΣΑΣ
Τ.Θ. 1004 - 41 000 ΛΑΡΙΣΑ
Πληροφορίες : ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΔΕΛΚΟΣ
Τηλέφωνο : 2410532037
FAX : 2410532042
ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΠΡΟΕΔΡΟ ΤΗΣ ΣΥΝΤΟΝΙΣΤΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΩΝ ΣΥΛΛΟΓΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ
κ. ΓΙΑΝΝΗ ΑΔΑΜΟΠΟΥΛΟ
ΕΙΣΗΓΗΣΗ
Δημητρίου Γ.Κατσαρού, Προέδρου
του Δικηγορικού Συλλόγου Λάρισας.
Θέμα: Σχέδιο Νόμου για την «Δίκαιη Δίκη» και την «αντιμετώπιση των φαινομένων αρνησιδικίας»
Ι) ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΕΠΙ ΤΩΝ ΚΥΡΙΟΤΕΡΩΝ ΑΡΘΡΩΝ ΤΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ ΝΟΜΟΥ ΠΟΥ ΑΠΟΤΥΠΩΝΟΥΝ ΤΗΝ «ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ» ΤΟΥ ΚΑΙ ΠΡΟΣΔΙΔΟΥΝ ΤΟ ΣΤΙΓΜΑ ΤΟΥ
1. ΕΠΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 2 : ΤΟΚΟΣ ΕΠΙΔΙΚΙΑΣ
α) Με το άρθρο 2 του σ.ν. αντικαθίσταται το άρθρο 346 Α.Κ. και επιβάλλεται σε βάρος του οφειλέτη χρηματικής οφειλής και «τόκος επιδικίας», σε περίπτωση που ασκήσει τα δικαιώματα δικαστικής άμυνας κατά του δανειστή ή το δικαίωμα πρόσβασης σε Δικαστήριο.
β) Ο «τόκος επιδικίας» είναι «νόμιμος τόκος», που προσαυξάνει κατά δύο εκατοστιαίες μονάδες το εκάστοτε ισχύον επιτόκιο υπερημερίας, σε περίπτωση που ο οφειλέτης αμυνθεί δικαστικά κατά του δανειστή στον πρώτο βαθμό και κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες το εκάστοτε ισχύον επιτόκιο υπερημερίας, σε περίπτωση που ο οφειλέτης ασκήσει το δικαίωμα πρόσβασης σε Δικαστήριο με την άσκηση ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής ή το δικαίωμα εφέσεως σε περίπτωση εκδόσεως σε βάρος του δυσμενούς πρωτόδικης απόφασης.
γ) Με τη ρύθμιση αυτή επιδιώκεται η αποτροπή άσκησης των δικαιωμάτων δικαστικής άμυνας ή ενδίκων βοηθημάτων και μέσων εκ μέρους του οφειλέτη χρηματικής οφειλής, ήτοι η αποτροπή άσκησης δικαιωμάτων που είναι κατοχυρωμένα από το Σύνταγμα (άρθρο 20 παρ. 1), την ΕΣΔΑ (άρθρο 6 παρ. 1 και 13), το Δ.Σ.Α.Π.Δ. (άρθρο 2 παρ. 3 α, β και 14 παρ. 1) και τον Χ.Θ.Δ της Ε.Ε. (άρθρο 47). Με άλλα λόγια πρόκειται για μια αστική κύρωση, που επιδιώκει την αποτροπή άσκησης του θεμελιώδους δικαιώματος δικαστικής άμυνας και πρόσβασης σε Δικαστήριο εκ μέρους του οφειλέτη χρηματικής οφειλής, χωρίς να συνδέεται με τυχόν στρεψόδικη, παρελκυστική και καταχρηστική άσκηση των εν λόγω δικαιωμάτων.
δ) Περαιτέρω ο δανειστής δύναται να ασκεί το δικαίωμα πρόσβασης σε Δικαστήριο χωρίς συνέπειες, ενώ ο οφειλέτης αντίδικός του, απειλείται με αστική κύρωση για την άσκηση του ίδιου δικαιώματος. Η ανισότητα των διαδίκων και η ανισότητα όπλων είναι προφανής.
ε) Η ρύθμιση αυτή είναι περιττή διότι για την αποτροπή στρεψόδικων και παρελκυστικών διαδικαστικών ενεργειών και τακτικών υπάρχουν και αρκούν οι «ποινές τάξης» του Κ.Πολ.Δ.τ) Συνεπώς η ρύθμιση αυτή αντίκειται στα άρθρα 4 παρ. 1, 20 παρ. 1 του Συντ., 6 παρ. 1 και 14 της ΕΣΔΑ, 2 παρ. 3 α, β, 14 παρ. 1 και 26 του Δ.Σ.Α.Π.Δ. και 20,21,47 του Χ.Θ.Δ. και στη συνταγματική και ενωσιακή αρχή της αναλογικότητας και, ως εκ τούτου, πρέπει να αποσυρθεί παραχρήμα.
2. ΕΠΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 3 : ΔΙΑΖΥΓΙΟ
α) Με τη ρύθμιση αυτή ο γάμος λύεται και με κοινή συμφωνία των συζύγων, που υπογράφεται και από τους πληρεξούσιους Δικηγόρους και υποβάλλεται στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο!!!
β) Το Δικηγορικό Σώμα δεν είναι νοητό να αποδεχθεί τη ρύθμιση αυτή, διότι θα δοθεί η εντύπωση ότι η αντίθεσή του στη «μεταφορά» της συναινετικής λύσης του γάμου στους συμβολαιογράφους ήταν προσχηματική και άκρως συντεχνιακή.
γ) Περαιτέρω, με τη ρύθμιση αυτή εξομοιώνεται ο εντόνου νομοθετικού ενδιαφέροντος και δημοσίας τάξεως θεσμός του γάμου με το «σύμφωνο συμβίωσης», σε ό, τι αφορά τη λύση του, κατά παράβαση των άρθρων 4 παρ. 1, 21 παρ. 1 του Συντ., 12 και 14 της ΕΣΔΑ και 9, 20, 21 του Χ.Θ.Δ. της Ε.Ε.
δ) Συνεπώς η ρύθμιση αυτή δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή από το Δικηγορικό Σώμα.
3. ΕΠΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 6: ΥΛΙΚΗ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΜΟΝΟΜΕΛΩΝ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΩΝ
α) Ο υπότιτλος του άρθρου 6 παρ. 1 του σ.ν. δεν έχει καμία σχέση με το περιεχόμενο της ρύθμισης. Ο τίτλος και το περιεχόμενο του δεύτερου κεφαλαίου του πρώτου βιβλίου του Κ.Πολ.Δ. αφορά τον προσδιορισμό της αξίας του αντικειμένου της δίκης και ο υπότιτλος του άρθρου 9 του Κ.Πολ.Δ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Ν. 3994/2011, αφορά τον προσδιορισμό της υλικής αρμοδιότητας όλων των πολιτικών Δικαστηρίων, με βάση την αξία του αντικειμένου της διαφοράς, όπως καθορίζεται από το αίτημα της αγωγής και όχι την υλική αρμοδιότητα των Μονομελών Πρωτοδικείων.
β) Με τη ρύθμιση αυτή απαξιώνεται, σε συμβολικό επίπεδο, η ανθρώπινη ζωή, η υγεία και η προσωπικότητα του ανθρώπου, διότι οι προσβολές αυτών των θεμελιωδών αγαθών δεν λαμβάνονται υπόψη για τον προσδιορισμό του αντικειμένου της διαφοράς, που καθορίζει και το «φυσικό δικαστή» αυτής. Σύμφωνα με τη «φιλοσοφία» του σ.ν. οι βλάβες πραγμάτων έχουν μεγαλύτερη αξία από την απώλεια της ανθρώπινης ζωής ή την προσβολή της υγείας και της προσωπικότητας του ανθρώπου!!!, σε ό, τι αφορά τον καθορισμό της υλικής αρμοδιότητας του φυσικού δικαστή της διαφοράς.
γ) Υφίσταται «αντινομία» μεταξύ του δεύτερου και τρίτου εδαφίου της ίδιας διάταξης!! και εισάγεται πρόδηλη ανισότητα. Ειδικότερα σύμφωνα με το άρθρο 9 του Κ.Πολ.Δ. (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Ν. 3994/2011), για την εκτίμηση του αντικειμένου της διαφοράς και τον καθορισμό της υλικής αρμοδιότητας του «φυσικού δικαστή» αυτής, συνυπολογίζονται, στην περίπτωση αντικειμενικής σώρευσης αξιώσεων, περισσότερες απαιτήσεις που επιδιώκονται με την ίδια αγωγή, όχι όμως οι αξιώσεις χρηματικής ικανοποίησης για ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη. Πρόδηλη και η ανισότητα (πέραν της αντινομίας).
δ) Η ρύθμιση αυτή άγει και σε προδήλως άτοπα αποτελέσματα. Ειδικότερα σε περίπτωση αντικειμενικής σώρευσης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης με υλική ζημία πραγμάτων, στην πραγματικότητα θα εκδικάζονται απαιτήσεις εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ, από τα Ειρηνοδικεία και μάλιστα, ακόμη και με τη διαδικασία των «μικροδιαφορών»!!!.
ε) Η ρύθμιση αυτή ενδέχεται να πολλαπλασιάσει τις δίκες, αφού για την ίδια αιτία αφού ο/ οι ενάγων/ενάγοντες, προκειμένου να αποφύγουν την εκδίκαση απαιτήσεων μεγάλου ύψους από το Ειρηνοδικείο, θα ασκούν ξεχωριστά την αξίωση για ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη, στο καθ’ ύλην αρμόδιο Δικαστήριο. Έτσι για την ίδια αιτία, θα διεξάγονται περισσότερες δίκες!!, κατά παράβαση και της αρχής της «ενιαίας δίκης», για την αυτή διαφορά.
στ) Τέλος, η ρύθμιση αυτή είναι και «επικίνδυνη», αφού ενδέχεται να «προετοιμάζει» το έδαφος για τη μη επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης ή την ουσιώδη απομείωση αυτής. (Υπενθυμίζεται η πρόσφατη απόπειρα με το επικουρικό κεφάλαιο, που δεν τελεσφόρησε λόγω της αντίδρασης της Ολομέλειας στην Πάτρα.)
ζ) Συνεπώς η ρύθμιση αυτή δεν μπορεί να είναι αποδεκτή από το Δικηγορικό Σώμα.
4. ΕΠΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 7 : ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ
Κατ’ αρχήν θετική η ρύθμιση, χωρίς όμως την ύπαρξη επαρκούς αριθμού δικαστών και κατάλληλων υποδομών και χωρίς αλλαγή νοοτροπίας των διαδίκων, η ρύθμιση αυτή θα έχει την τύχη των προηγούμενων δηλ. θα μείνει «στα χαρτιά».
Σημείωση: Τίθεται και ζήτημα έμμεσης υποχρεωτικότητας, όταν το δικαστήριο αναβάλει την συζήτηση, για να γίνει προσφυγή στη διαδικασία της δικαστικής μεσολάβησης
5. ΕΠΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 9: ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΣΤΑ ΠΟΛΥΜΕΛΗ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΑ
α) Κατ’ αρχήν θετική η ρύθμιση, χωρίς όμως την ύπαρξη επαρκούς αριθμού δικαστών, αιθουσών και γραμματέων, δεν πρόκειται να έχει ωφέλιμα αποτελέσματα.
β) Δεν έγινε δεκτή η πρόταση της Ολομέλειας των Προέδρων να επιτραπεί η «παράσταση με δήλωση» ενώπιον των Πολυμελών Πρωτοδικείων, όταν δεν πρόκειται να γίνει εξέταση μαρτύρων.
γ) Ο θεσμός της εξέτασης μαρτύρων προαποδεικτικά ;στο Συμβολαιογράφο ή σε Ειρηνοδίκη ίσως να διευκόλυνε, υπό ορισμένες προϋποθέσεις (π,χ με συμφωνία διαδίκων) και εγγυήσεις, την επιτάχυνση της διαδικασίας. Σημειωτέο ότι ο θεσμός αυτός υπάρχει στον Κ.Δ.Δ. (Ν. 2717/99) και προτείνεται να εισαχθεί και στην ποινική προδικασία (βλ. αρθρ. 28 παρ. 1 του σ.ν.)
δ) Τέλος δεν έγινε αποδεκτή και η πρόταση της Ολομέλειας των Πρ. των Δ.Σ.Ε. για το χρόνο κατάθεσης των προτάσεων.
6. ΕΠΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 12: ΠΑΡΑΒΟΛΟ ΕΝΔΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ
α) Επιβάλλεται παράβολο εφέσεως, αναιρέσεως και αναψηλαφήσεως ύψους 200, 300 και 400 ευρώ αντίστοιχα, δήθεν προς αποτροπή ασκήσεως προπετών, στρεψόδικων και καταχρηστικών ένδικων μέσων.
β) Η ρύθμιση αυτή αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας (άρθρ. 25 παρ. 1 Συντ), διότι για τον παραπάνω σκοπό υπάρχουν οι «ποινές τάξεως» του Κ.Πολ.Δ.
γ) Περαιτέρω, πρόκειται για ένα αμιγώς εισπρακτικό μέτρο που θα πλήξει τους οικονομικά ασθενέστερους διαδίκους, κατά παράβαση και της αρχής της μη διάκρισης με βάση το εισόδημα, σε ό, τι αφορά την πρόσβαση σε Δικαστήριο.
δ) Η κατάπτωση του παραβόλου συνδέεται μόνο με το αποτέλεσμα της άσκησης του ενδίκου μέσου και όχι με το αν ασκήθηκε καταχρηστικά, γεγονός που αποδεικνύει ότι πρόκειται για αμιγώς εισπρακτικό μέτρο.
ε) Συνεπώς η ρύθμιση αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή από το Δικηγορικό Σώμα.
7. ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 13,14,15,16,17,19,21: ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ – ΠΡΟΚΑΤΑΘΕΣΗ ΠΡΟΤΑΣΕΩΝ, ΑΝΑΚΟΠΗ ΚΑΤΑ ΔΙΑΤΑΓΗΣ ΠΛΗΡΩΜΗΣ, ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ – ΣΥΖΗΤΗΣΗ, ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ – ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΔΙΑΤΑΓΗ, ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΕΚΟΥΣΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ, ΑΝΑΚΟΠΕΣ ΣΤΗΝ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ
α) Στις ειδικές διαδικασίες οι προτάσεις πρέπει να προκατατίθενται προ τριών (3) εργάσιμων ημερών, σύμφωνα με την περίπτωση β της παρ. 1 του άρθρου 591 του Κ.Πολ.Δ., όπως αντικαθίσταται με το σ.ν. Σύμφωνα με την περίπτωση δ της ίδιας παραγράφου του ίδιου άρθρου η προσθήκη στις προτάσεις κατατίθεται έως τη δωδέκατη ώρα της τρίτης εργάσιμης ημέρας από τη συζήτηση. Σύμφωνα όμως με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις καλείται ο δικαστής να εκδώσει την απόφαση εντός 48 ωρών (κατά κανόνα) από τη συζήτηση και, ως εκ τούτου, δεν παρέχεται στοιχειώδης χρόνος στους διαδίκους για προσθήκη αντίκρουση, αξιολόγηση μαρτυρικών καταθέσεων. Συνεπώς πιθανολογείται ότι η εξαίρεση (έκδοση απόφασης εντός 20 ημερών) θα γίνει κανόνας και ο κανόνας εξαίρεση ή ότι θα απαγορευθεί de facto η προσθήκη-αντίκρουση!! στις περιπτώσεις αυτές.
β) Έκδοση απόφασης εντός 48 ωρών ή 20 ημερών σε ορισμένες διαφορές ειδικών διαδικασιών (π.χ. «μετατροπή» και χαρακτηρισμός διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου,μη απόδοση παρακατατεθειμένης δικηγορικής αμοιβής στο δικαιούχο, ανακοπές κατά Δγης Πληρωμής με βάση ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό κλπ) είναι απλά ανέφικτη, λόγω της δυσχέρειας των αναφυόμενων ζητημάτων. Οι σχετικές ρυθμίσεις θα αποκτήσουν «ενδεικτικό» χαρακτήρα, δηλ. θα μείνουν ανεφάρμοστες (κατά κανόνα).
γ) Μόνη πρακτική συνέπεια των ρυθμίσεων αυτών θα είναι η καταδίκη της Ελλάδας για υπέρβαση του εύλογου χρόνου εκδίκασης των υποθέσεων αυτών, όπως συνέβη με τις εργατικές διαφορές, όπου το ΕΔΔΑ καταδίκασε την Ελλάδα για παράβαση του εύλογου χρόνου διάρκειας της δίκης, «πατώντας» στο άρθρο 672 Α Κ.Πολ.Δ., παρότι δέχθηκε ότι η συνολική διάρκεια της δίκης σε τρεις βαθμούς δικαιοδοσίας … δεν υπερέβη τον εύλογο χρόνο.
δ) Ενόψει των ασφυκτικών προθεσμιών προς έκδοση της απόφασης είναι ορατός ο κίνδυνος κακοδικίας, συγκεκαλυμμένης αρνησιδικίας ή έκδοσης αποφάσεων σε ανύπαρκτη, ελλιπή, πλημμελή, συμπερασματική ή «στερεοτυπική» (αιτιολογία- σφραγίδα) αιτιολογία και εν γένει ποιοτικής υποβάθμισης του επιπέδου της δικαστικής προστασίας.
ε) Οι ρυθμίσεις αυτές θα μπορούσαν να λειτουργήσουν μόνο αν υπήρχε ικανός αριθμός δικαστών, δικαστικών υπαλλήλων και κατάλληλων υποδομών και όχι υπό τις παρούσες συνθήκες, και μάλιστα υπό τη «δαμόκλειο σπάθη» των κυρώσεων στους δικαστικούς λειτουργούς που προβλέπονται στις διατάξεις των άρθρων 91, 94, 95, 107 του σ.ν., όπως θα επισημανθεί σχετικά με τις διατάξεις αυτές στη συνέχεια.
στ) Η μεταφορά υποθέσεων εκούσιας δικαιοδοσίας από τα Πρωτοδικεία στα Ειρηνοδικεία, αποτελεί μετάθεση και «ανακύκλωση» του προβλήματος και όχι λύση ενόψει και των αυξημένων αρμοδιοτήτων των Ειρηνοδικείων. Ειδικότερα η μεταφορά της πλειονότητας των υποθέσεων εκουσίας δικαιοδοσίας στο Ειρηνοδικείο, σε λίγο θα αποδειχθεί ότι αποτελεί λάθος το οποίο θα «τελματώσει» την ήδη επιβαρυμένη διαδικασία. Τούτο διότι ηδη τα Ειρηνοδικεία ανέλαβαν το βάρος της εκδίκασης του πλήθους των υποθέσεων των «υπερχρεωμένων νοικοκυριών», ενώ με την αύξηση του ποσού της υλικής αρμοδιότητας αυξήθηκαν ο αριθμός των υποθέσεων σε βαθμό που θα επιδεινώσει εκρηκτικά το πρόβλημα, το οποίο δεν θα λύσει ούτε η πρόσληψη εκατό ειρηνοδικών, ούτε η αμφιβόλου λύσης συγχώνευση ειρηνοδικείων, καθώς δεν θα είναι και πάλι ικανός ο αριθμός των δικαστών, ενώ υπάρχει ήδη έλλειψη προσωπικού δικαστικών γραμματέων.
• Να ορισθεί ρητά η υποχρεωτική παράσταση με Δικηγόρο για όλες τις υποθέσεις αρμοδιότητας Ειρηνοδικείου. Υπόψη ότι η αναφορά στην αιτιολογική έκθεση ότι στις υποθέσεις εκουσίας δικαιοδοσίας καθιερώνεται η παράσταση δικηγόρου με την τροποποίηση του άρθρου 94παρ.1 Κ.Πολ.Δ δεν ανταποκρίνεται στη πραγματικότητα διότι η ως ανω τροποποίηση αφορά μόνον την έγγραφη συμφωνία του συναινετικού διαζυγίου.
• Αιτιολογία των διατάξεων του Ειρηνοδίκη σύμφωνα με το Σύνταγμα.
• Ένδικα βοηθήματα και μέσα κατά των ως ανω διατάξεων.
Να υπαχθεί στη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας η συναινετική άρση των υποθηκών .
Να καταργηθεί η υποχρέωση καταβολής δικαστικού ενσήμου στις αγωγές με αναγνωριστικό αίτημα.
Τροποποίηση του άρθρου 632 ΚΠολ.Δ. Να προστεθεί εδάφιο γ’ στη παρ.2 «Εφόσον η συζήτηση αναβληθεί η ματαιωθεί για λόγους ανωτέρας βίας η για αποχή δικηγόρων, στάση δικαστών και απεργία η στάση γραμματέων γραμματέων η με κοινή συμφωνία των διαδίκων θα συνεχίζεται η αναστολή της εκτελεστότητας της διαταγής πληρωμής» .Επίσης να αντικατασταθεί η φράση «…ώσπου να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση» με τη φράση «ώσπου να εκδοθεί οριστική απόφαση»
Να μην υποχρεώνεται ο τρίτος σε υποβολή δήλωσης κοινοποιούμενη με δικαστικό επιμελητή κατά την κατάσχεση εις χείρας τρίτου, αλλά να γίνεται με προφορική δήλωση στον Ειρηνοδίκη ο οποίος συντάσσει έκθεση και την αποστέλλει στον Προιστάμενο της Δ.Ο.Υ.
8. ΕΠΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 24: ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 110, 308, 314, 331, 333, 361, 362, 381, 407 Π.Κ.
α) Η μη αυτοπρόσωπη ακρόαση του καταδίκου στην περίπτωση της απόλυσης υπό όρο, εφ’ όσον η απόλυση αυτή αποτελεί δικαίωμα παρεχόμενο από το νόμο, θέτει σοβαρά ζητήματα αυτοπρόσωπης υπεράσπισης (άρθρο 6 παρ. 3 περιπτ. γ της ΕΣΔΑ), λαμβανομένου υπόψη και ότι σύμφωνα με το άρθρο 106 Π.Κ. η διαγωγή και η εν γένει προσωπικότητα του καταδίκου δύναται να επηρεάσει την υφ’ όρο απόλυση. Το δικαίωμα της αυτοπρόσωπης εμφάνισης είχε αναγνωρισθεί και από το νόμο, λόγω της σπουδαιότητάς της και, ως εκ τούτου, αποτελεί πλέον «θεσμικό κεκτημένο» και δεν δύναται να περιορισθεί αδικαιολόγητα.
β) Η μετατροπή των αδικημάτων των άρθρων 308, 314, 333, 361, 362, 381, 407, από πλημμελήματα σε πταίσματα, αποτελεί υποβάθμιση των προστατευόμενων εννόμων αγαθών (υγεία, προσωπική ελευθερία, προσωπικότητα). Με δεδομένο ότι τα προστατευόμενα έννομα αγαθά των ανωτέρω διατάξεων στηρίζονται στο Σύνταγμα (άρθρο 2 παρ. 1, 5 παρ. 1, 21 παρ. 3), η μετατροπή της προσβολής αυτών από πλημμέλημα σε πταίσμα, αποτελεί υποβάθμιση του επιπέδου της παρεχόμενης προστασίας σε συνταγματικά έννομα αγαθά, γεγονός που αντίκειται στην αρχή της αποτελεσματικής προστασίας συνταγματικών αγαθών και στην αρχή της αναλογικότητας (αρθρ. 25 παρ. 1 Συντ.). Σημειωτέον ότι η ανωτέρω ρύθμιση θα οδηγήσει στη παραγραφή όλων των εκκρεμών αδικημάτων αφού είναι βέβαιον ότι μέχρι την εκδίκασή τους θα παρέλθει διετία, με δεδομένο ότι δεν υπάρχει και επαρκής αριθμός πταισματοδικών. Δηλαδή εν πρόκειται περί σαφούς υλοποίησης της δέσμευσης που απορρέει από το Δ’ Αναθεωρημένο μνημόνιο για τη διαγραφή [ ξεφόρτωμα] υποθέσεων από τα πινάκια.
γ) Για τους παραπάνω λόγους και οι ρυθμίσεις αυτές δεν μπορεί να γίνουν αποδεκτές από το Δικηγορικό Σώμα.
9. ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 25,33 παρ 1, ΚΑΙ 36: ΑΝΑΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΠΟΣΩΝ (ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΚΟΥΡΓΗΜΑΤΙΚΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ ΤΩΝ ΑΔΙΚΗΜΑΤΩΝ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΙΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΑΥΤΕΣ)
α) Με τις ρυθμίσεις των άρθρων 25, 33 παρ. 1 και 36 του σ.ν. κακουργηματικές πράξεις (δωροδοκία βουλευτή κ.λ.π., πλαστογραφία, παθητική δωροδοκία, ενεργητική δωροδοκία, δωροδοκία δικαστή, ψευδής βεβαίωση, νόθευση δημοσίου εγγράφου, απιστία σχετική με την υπηρεσία, υπεξαίρεση στην υπηρεσία, διακινδύνευση ασφάλειας τηλεφωνικών επικοινωνιών, διακεκριμένες περιπτώσεις κλοπής, υπεξαίρεση, απάτη, απιστία, απάτη σε βάρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και απάτη, απιστία κ.λ.π. σε βάρος του Δημοσίου, Ο.Τ.Α. ή Ν.Π.Δ.Δ. κ.λπ.) μετατρέπονται σε πλημμελήματα, γεγονός που σε κάποιες περιπτώσεις, ισοδυναμεί με αθώωση των δραστών αυτών λόγω παραγραφής.
β) Παρότι στο κείμενο του σ.ν. δεν αναφέρεται αν καταλαμβάνονται και οι εκκρεμείς υποθέσεις και δεν αναφέρεται το περιεχόμενο των μεταβατικών διατάξεων, στην αιτιολογική έκθεση του σ.ν. υπό το άρθρο 25, αναφέρεται ότι οι εκκρεμείς υποθέσεις δεν καταλαμβάνονται από την ισχύ των νέων διατάξεων.
γ) Οι συντάκτες των ανωτέρω διατάξεων τελούν σε γνώση ότι οι διατάξεις αυτές καταλαμβάνουν και τις πράξεις που τελέσθηκαν πριν από την ισχύ τους, ως ευνοϊκότερες. Για το λόγο αυτό επιχειρούν να δικαιολογήσουν την εξαίρεση των εκκρεμών υποθέσεων από την ισχύ των νέων διατάξεων επικαλούμενοι νομολογία του Α.Π. (που αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση υπό το άρθρο 25) σχετικά με την έννοια του άρθρου 7 του Συντάγματος.
δ) Σύμφωνα όμως με τη νομολογία του ΔΕΚ και του ΕΔΔΑ, η αναδρομική εφαρμογή του επιεικέστερου ποινικού νόμου καταλαμβάνει και τις πράξεις που τελέσθηκαν πριν από την ισχύ των επιεικέστερων ποινικών διατάξεων, σύμφωνα με γενική αρχή του πρωτογενούς ενωσιακού Δικαίου και του άρθρου 7 της ΕΣΔΑ (βλ. ΔΕΚ αποφ. της 11-03-2008, C-420/2006 σκέψη 59, βλ. και άρθρο 49 παρ. 1, εδαφ. γ του Χ.Θ.Δ. της Ε.Ε., π.ρ.β.λ. και ΣτΕ 815/2010, 4160/2009, Διοικ. Εφ. Κομ. …/2010 κ.ά.)
ε) Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η επικαλούμενη νομολογία του Α.Π. είναι ξεπερασμένη και, ως εκ τούτου, είναι σαφές ότι οι ανωτέρω διατάξεις, ως επιεικέστερες, καταλαμβάνουν και τις πράξεις που τελέσθηκαν πριν από την ισχύ τους.
στ) Συνεπώς οι ανωτέρω ρυθμίσεις «αναδύουν και οσμή συγκεκαλυμμένης αμνηστίας».
ζ) Εκείνο όμως που πραγματικά «εντυπωσιάζει» είναι η δικαιολόγηση» των ως άνω ρυθμίσεων, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση υπό το άρθρο 25. Συγκεκριμένα στην αιτ. εκθ. αναφέρονται τα εξής: «Τα προβλεπόμενα χρηματικά όρια για την αναγωγή πλημμεληματικών πράξεων σε κακουργήματα … πρέπει αναγκαίως να αναπροσαρμοσθούν ώστε να βρίσκονται σε αντιστοιχία με τα σημερινά δεδομένα των συναλλαγών. Η αναπροσαρμογή αυτή συνιστά αναγκαίο μέτρο ποινικού εξορθολογισμού, αφού με τα ισχύοντα όρια παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας, καθώς πράξεις χωρίς ανάλογα σημαντικό περιουσιακό αντικείμενο καθίστανται κακουργηματικές. Με την αναπροσαρμογή επιταχύνεται η ελάφρυνση της κύριας ανάκρισης και των εφετείων κακουργημάτων, που είναι ιδιαιτέρως επιβαρυμένα…».
η) Από τα παραπάνω συνάγεται ότι ο νομοθέτης «ομολογεί» ότι η αναγωγή σε κακούργημα μιας πράξης, το υλικό αντικείμενο της οποίας είναι κατώτερο των 300.000 ευρώ τουλάχιστον, παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας. Συνεπώς και οι ρυθμίσεις του Ν. 3943/2011 που μετατρέπουν το αδίκημα της μη καταβολής Φ.Π.Α. ύψους άνω των 75.000 ευρώ σε κακούργημα, καθώς και οι «προτάσεις» για μετατροπή του πλημμελήματος της μη καταβολής βεβαιωμένων χρεών στο Δημόσιο άνω των 150.000 δρχ. σε κακούργημα, αντίκεινται στη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας! (άρθρ. 25 παρ. 1 Συντ.).
θ) Με τα δεδομένα αυτά είναι σαφές ότι ο νομοθέτης, ενώ επιδιώκει να ελαφρύνει τα επιβαρυμένα πινάκια των εφετείων από «ήσσονος σημασίας υποθέσεις», όπως θεωρούν ότι είναι η κακουργηματική δωροδοκία βουλευτή, δικαστή ή η κακουργηματική απιστία ή απάτη σε βάρος της Ε.Ε. ή σε βάρος του Δημοσίου!!!!!!, ταυτόχρονα τα επιβαρύνει και επιδιώκει να τα επιβαρύνει έτι περαιτέρω, ανάγοντας σε κακούργημα κάθε διοικητική οικονομική διαφορά με το Δημόσιο άνω των 75.000 € ή των 150.000 €!!!, και μάλιστα σε συνθήκες οικονομικής κρίσης και έντονης ύφεσης!! Με άλλα λόγια το «έλασσον» θεωρείται «μείζον» και το «μείζον», «έλασσον»!!
ι) Ενόψει των ανωτέρω «δυοιν θαττερον»: ή θα «εξορθολογθισθούν» οι διοικητικές οικονομικές διαφορές με το Δημόσιο, σύμφωνα με τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας ή οι ρυθμίσεις του Ν. 3943/2011, (αρθρο 3) είναι αντίθετες στη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας, κατά «νομοθετική ομολογία»!!!!
ια) Συνεπώς οι ανωτέρω ρυθμίσεις, ως έχουν, δεν μπορεί να γίνουν αποδεκτές από το Δικηγορικό Σώμα.
10. ΕΠΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 26: ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΑΙΡΕΣΗ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ
α) Σύμφωνα με γενική δικαιϊκή αρχή, που απορρέει από το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντ., το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, το άρθρο 14 παρ. 1 του Δ.Σ.Α.Π.Δ. και το άρθρο 47 του Χ.Θ.Δ. της Ε.Ε. «ουδείς δύναται να κρίνει τας ιδίας αυτού πράξεις και παραλείψεις» (αντικειμενική αμεροληψία).
β) Παρά ταύτα, με τις ρυθμίσεις του άρθρου 26 του σ.ν., οι εξαιρούμενοι δικαστές μετέχουν στη σύνθεση του Δικαστηρίου που αποφασίζει για το παραδεκτό και τη βασιμότητα της αιτήσεως εξαίρεσής τους!!!
γ) Ο θεσμός της εξαίρεσης των δικαστών είναι ουσιαστικά ανενεργός, αφού σπανίως γίνεται δεκτή αίτηση εξαίρεσης. Για το λόγο αυτό το Δικηγορικό Σώμα πρέπει κάποτε να υποβάλει συγκεκριμένες προτάσεις και για το θεσμό αυτό.
δ) Πάντως, και σε κάθε περίπτωση, οι ανωτέρω ρυθμίσεις, ως έχουν, δεν μπορεί να γίνουν αποδεκτές από το Δικηγορικό Σώμα.
11. ΕΠΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 27: ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 43 Κ.Ποιν. Δ.
α) Με τις διατάξεις του άρθρου 27 του σ.ν. παύει να είναι υποχρεωτική η παραγγελία προκαταρκτικής εξέτασης για τα πλημμελήματα.
β) Η Ολομέλεια των Προέδρων των Δ.Σ.Ε. στις πρόσφατες προτάσεις της για την επιτάχυνση της δίκης, διεφώνησε με τη ρύθμιση αυτή και πρέπει να εμμείνει στη θέση αυτή.
γ) Θετική η ρύθμιση για την άμεση αρχειοθέτηση των ανώνυμων καταγγελιών. Πρέπει όμως να συμπεριλάβει και τις «ψευδώνυμες» καταγγελίες, και να ορισθεί ρητά στο νόμο σε ποιες εξαιρετικές περιπτώσεις θα επιτρέπεται παραγγελία για προκαταρκτική εξέταση επί ανωνύμων ή ψευδωνύμων καταγγελιών (π.χ. μόνο όταν η καταγγελία συνοδεύεται από αποδεικτικά στοιχεία ικανά να θεμελειώσουν «αποχρώσες ενδείξεις ενοχής» και η παραγγελία να δίδεται από τον Εισαγγελέα Εφετών.)
12. ΕΠΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 28 : ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΓΚΛΗΣΗ
α) Το προβλεπόμενο παράβολο εγκλήσεως 100 ευρώ αποτελεί “κεφαλικό φόρο” σε βάρος των θυμάτων εγκληματικής πράξεως. Συνεπώς απαράδεκτη δεν είναι η έγκληση όταν δεν συνοδεύεται από το παράβολο αυτό, αλλά η απόρριψη της.
(Σημειωτέο ότι οι συντάκτες του σ/ν πάσχουν από το «σύνδρομο της Μαρίας Αντουανέττας». Ποσά 100, 200, 300, 400 ευρώ θεωρούνται «συμβολικά», όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση.)
β) Για τους ίδιους λόγους είναι απαράδεκτη και η κατάθεση παραβόλου 300 ευρώ, ως προϋπόθεση για το παραδεκτό της προσφυγής στον εισαγγελέα Εφετών.
γ) Η διάταξη του εισαγγελέα που απορρίπτει την έγκληση, δεν κοινοποιείται στον εγκαλούντα, στον οποίο να παρέχεται το «δικαίωμα να ψάξει να την βρει»!!! Περαιτέρω τίθεται «καταχρηστική προθεσμία» για την άσκηση προσφυγής κατά άγνωστης στον εγκαλούντα διάταξης, από την ημέρα έκδοσης της διάταξης και μάλιστα με την υποχρέωση κατάθεσης παραβόλου 300 ευρώ!!
δ) Οι ανωτέρω ρυθμίσεις αντίκεινται προδήλως στο Σύνταγμα (αρχή της φανερής δράσης της Αρχής, σε ότι αφορά τις διατάξεις της, άρθρο 20 παρ.1, 25 παρ. 1), στην ΕΣΔΑ (αρθ. 6 παρ. 1, 3 και 13), στο ΔΣΑΠΔ (αρθ. 2 παρ.3 α, β και 14 παρ. 1) και στον Χ.Θ.Δ της Ε.Ε. (άρθρο 47), και, ως εκ τούτου, σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να γίνουν αποδεκτές από το Δικηγορικό Σώμα.
ε)Επισημαίνεται πάντως και ο κίνδυνος παραπομπής του κατηγορουμένου στο ακροατήριο με βάση ένορκες καταθέσεις προσώπων οι οποίοι δεν θα υποστούν την βάσανο ούτε της προδικασίας ούτε της κυρίας διαδικασίας με την ρύθμιση του άρθρου 28 παρ.4 του σ/ν η οποία προβλέπει κατάθεση μαρτύρων σε ποινική δίκη με ένορκη βεβαίωση την οποία προσάγει ο εγκαλών με την υποβολή της έγκλησης.
13. ΕΠΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 29 : ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΑΚΟΥΡΓΗΜΑΤΩΝ
Η ολομέλεια των προέδρων των Δ.Σ.Ε. έχει ταχθεί κατά της ίδρυσης και λειτουργίας Μον. Εφ. Κακουργημάτων και, ως εκ τούτου, παρέλκει κάθε περαιτέρω ενασχόληση με το ζήτημα αυτό.
14. ΕΠΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 30 : ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΑΝΑΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΑΚΡΙΣΗ
α) Ο περιορισμός της εξουσίας του ανακριτή να επαναλάβει ανακριτική πράξη αν προηγήθηκε προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση, χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα, αντίκειται στη θεμελιώδη αρχή της διάκρισης μεταξύ της διωκτικής εισαγγελικής και της δικαστικής αρχής και «καθιδρύει» δικαίωμα «αρνησικυρίας» (veto) επί της ανακρίσεως στον εισαγγελέα.
β) Κατανοητός ο λόγος της επέκτασης της δίωξης σε άλλη πράξη εκ μέρους του ανακριτή, είναι όμως αδικαιολόγητος ο περιορισμός της εξουσίας του ανακριτή να «συρρικνώσει» μια κατηγορία, που δεν στηρίζεται πλέον σε αποδεικτικό υλικό, ενόψει του ότι η συρρίκνωση αυτή λειτουργεί προς όφελος του κατηγορουμένου.
γ) Συνεπώς η ανωτέρω ρύθμιση, κατά τα σκέλη αυτά, δεν πρέπει να γίνει αποδεκτή από το Δικηγορικό Σώμα.
15. ΕΠΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 31 :ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΚΡΑΤΗΣΗΣ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ
α) Με τη ρύθμιση του αρθ. 31 του σ/ν, επιτρέπεται προσωρινή κράτηση και για πλημμελήματα κατ’ εξακολούθηση ή για πλημμέλημα που αφορά μεγάλο αριθμό παθόντων.
β) Η ολομέλεια των προέδρων των Δ.Σ.Ε. έχει ταχθεί κατά της ρύθμισης αυτής και, ως εκ τούτου, παρέλκει κάθε περαιτέρω ενασχόληση με το εν λόγω ζήτημα.
γ) Με την ίδια ρύθμιση του σ/ν προβλέπεται (προφανώς για επικοινωνιακούς λόγους) υποχρεωτική έκδοση εντάλματος προσωρινής κράτησης του κατηγορουμένου εκ μέρους του ανακριτή, σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ αυτού και του εισαγγελέα, μέχρι να αποφανθεί το συμβούλιο Πλημ/κων επί της διαφωνίας ακόμη και αν διαφωνεί (ο ανακριτής) με την εκδοσή του. Προφανώς οι συντάκτες του σ/ν, είτε αγνοούν τι σημαίνει «τεκμήριο αθωότητας», είτε σκοπίμως το παραβλέπουν (και παραβιάζουν) για λόγους επικοινωνιακής σκοπιμότητας. Πάντως, σε καμία περίπτωση, και η ρύθμιση αυτή δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή από το Δικηγορικό Σώμα. Ο τυχόν μικρός χρόνος της προσωρινής κράτησης (που δεν είναι βέβαιη η διάρκεια του) δεν θεραπεύει την πρόδηλη παράβαση
16. ΕΠΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 32 : ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΥΤΟΠΡΟΣΩΠΗ ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΩΝ ΣΥΜΒΟΥΛΙΩΝ
Ο περιορισμός του δικαιώματος αυτοπρόσωπης εμφάνισης του κατηγορουμένου ενώπιον του Συμβουλίου, συνιστά ανεπίτρεπτο περιορισμό του δικαιώματος αυτοπρόσωπης υπεράσπισης (αρθ. 6 παρ. 3 περιπτ. γ ΕΣΔΑ).
Συνεπώς η ανωτέρω ρύθμιση, κατά το μέρος αυτό, δεν πρέπει να γίνει δεκτή από το Δικηγορικό Σώμα.
17. ΕΠΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 33 ΠΑΡ 3,4,5,6,9 :
α) Η υποχρέωση επιβολής παραβόλου 300 ευρώ για την άσκηση προσφυγής κατά της απευθείας κλήσης στο ακροατήριο (αρθ. 322 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ) είναι απαράδεκτη. Αποτελεί επιβολή «κεφαλικού φόρου», αφού δεν συνδέεται ούτε με το κόστος της δικαστικής δαπάνης ούτε έχει άμεση ανταποδοτικότητα. (Η παροχή δικαστικής προστασίας αποτελεί κρατική αποστολή και όχι ειδική αντιπαροχή έναντι ανταλλάγματος!!!). Περαιτέρω η ρύθμιση αυτή, ως μέσο αποτροπής των τυχόν προπετών, παρελκυστικών ή καταχρηστικών προσφυγών, αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας, διότι προς τούτο αρκούν οι διατάξεις του άρθρου 581 επ Κ.Ποιν.Δ για τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας. Κατά τα λοιπά ισχύουν τα ανωτέρω για τα πάσης φύσεως παράβολα. Το μέτρο αυτό είναι αμιγώς εισπρακτικό.
β) Υποχρεωτικός διορισμός δικηγόρου σε κακούργημα, χωρίς την θέληση του κατηγορούμενου και εκδίκαση κακουργήματος χωρίς δικηγόρο δεν νοείται. (άρθρο 6 παρ. 1 και 3 ΕΣΔΑ, αρθ. 47 Χ.Θ.Δ. της Ε.Ε.). Μόνο κατ’ εξαίρεση, και μόνο σε περίπτωση προδήλως καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος αυτού από τον κατηγορούμενο, δύναται να τεθεί περιορισμός στο δικαίωμα αυτό.
γ) Αν για την διάγνωση της διαφοράς είναι αναγκαία και τρίτη ή τέταρτη αναβολή της υπόθεσης και το Δικαστήριο κρίνει με αιτιολογημένη απόφαση ότι τούτο είναι αναγκαίο, δεν μπορεί να τεθεί περιορισμός σε αυτήν την λειτουργική αρμοδιότητα (δικαίωμα και καθήκον) του Δικαστηρίου και στο αντίστοιχο δικαίωμα του κατηγορουμένου να υποβάλει τέτοιο αίτημα.
δ) Η ρύθμιση της παρ. 6 του αρθ. 33 του σ/ν (με την οποία προστίθεται παρ. 8 στο άρθρο 349 Κ.Ποιν.Δ), σύμφωνα με την οποία υποχρεούται ο κατηγορούμενος να γνωστοποιήσει στον εισαγγελέα τυχόν υπάρχοντα λόγο αναβολής επί ποινή απαραδέκτου προβολής του αιτήματος αυτού στο ακροατήριο και λήψη απόφασης του Συμβουλίου, μετά από ακρόαση του εισαγγελέα, χωρίς την ακρόαση του κατηγορουμένου, αντίκειται προδήλως στα άρθρα 6 παρ. 1, 3 της ΕΣΔΑ και στο άρθρο 14 του Δ.Σ.Α.Π.Δ. και στο άρθρο 47 του Χ.Θ.Δ. της Ε.Ε.
ε) Η αύξηση των ορίων άσκησης εφέσεως από τον κατηγορούμενο παραβιάζει προδήλως το δικαίωμα σε διπλό ουσιαστικό βαθμό ποινικής δικαιοδοσίας (άρθρο 2 παρ. 1 του 7ου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, που κυρώθηκε με τον Ν. 1705/87 και το άρθρο 14 παρ. 5 του Δ.Σ.Α.Π.Δ, που κυρώθηκε με τον ν. 2462/97 και έχουν κατ΄ άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, υπερνομοθετική ισχύ).
στ) Συνεπώς οι ανωτέρω ρυθμίσεις δεν πρέπει να γίνουν δεκτές από το Δικηγορικό Σώμα.
18. ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 40,41,48 : ΕΚΚΡΕΜΕΙΣ ΔΙΚΕΣ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΠΡΟΤΥΠΗ ΔΙΚΗ- ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΟΥ
α) Η ολομέλεια των προέδρων των Δ.Σ.Ε. με τις πρόσφατες προτάσεις για την επιτάχυνση των δικών τάχθηκε κατά της πρότυπης δίκης και αντιπρότεινε στις περιπτώσεις αυτές να εκδικάζεται η υπόθεση με ταχεία διαδικασία (παραφυλαττομένων πάντοτε των εγγυήσεων της δίκαιης δίκης) και να επιτραπεί η «μετ΄ άλμα αναίρεση» (βλ. κεφ.ΙΙ, αριθμ. 25,27 των προτάσεων της Ολομ.)
β) Με τις ρυθμίσεις του άρθρου 40 του σ/ν, «ολοκληρώνεται» η «πρότυπη» δίκη και επιχειρείται νέος περιορισμός του δικαιώματος ακροάσεως και της κατ΄αντιμωλία διεξαγωγής της δίκης, με την απειλή επιβολής εξοντωτικής δικαστικής δαπάνης σε βάρος του διαδίκου που θα ζητήσει να εκδικασθεί η υπόθεση του από τον «φυσικό δικαστή» της διαφοράς και να τηρηθούν οι εγγυήσεις της δίκαιης δίκης (δημοσιότητα, ακρόαση, κατ΄αντιμωλία διεξαγωγή της δίκης).
γ) Επιβάλλεται νέος «κεφαλικός φόρος» ύψους 300 ευρώ, υπέρ του Συμβουλίου της Επικρατείας!!!
δ) Η ολομέλεια πρέπει να εμμείνει στις θέσεις της για την «πρότυπη δίκη» και να μην αποδεχθεί τις ρυθμίσεις των άρθρων 40,41, 48 του σ/ν (βλ. παρ. 27,28,29 του κεφ.ΙΙ των προτάσεων της Ολομ.).
19. ΕΠΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 48 : ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΜΗ ΑΠΟΣΤΟΛΗΣ ΦΑΚΕΛΟΥ
Η μόνη πραγματικά ωφέλιμη και θετική διάταξη του σ/ν. Πρέπει να γίνει αποδεκτή από το Δικηγορικό Σώμα, αλλά από μόνη της δεν αρκεί να καταστήσει στοιχειωδώς ανεκτό, από την άποψη του σεβασμού του Κράτους Δικαίου, το σ.ν. Σημειωτέο ότι και η θετική αυτή διάταξη δεν είναι απαλλαγμένη προβλημάτων. Δηλαδή σε περίπτωση μη αποστολής φακέλου από μέρους της Διοικήσεως θα θεωρηθεί ομολογημένο από αυτήν ότι π.χ ο αιτών διάδικος είναι διδάκτορας , μια οικοδομή ότι πληρούνται οι προυποθέσεις εκδόσεως αδείας κ.λ.π
20. ΕΠΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 44 : ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΤΗΤΑ
α) Σύμφωνα με γενική αρχή του διαχρονικού δικονομικού δικαίου, το παραδεκτό της ασκήσεως ένδικων βοηθημάτων και μέσων κρίνεται με βάση το νομοθετικό καθεστώς που ίσχυε κατά την άσκηση τους.
β) Με την «πονηρή» ρύθμιση - «παγίδα» του άρθρου 44 του σ/ν επιχειρείται να απορριφθούν ως απαράδεκτες, κατά τη συζήτηση, αιτήσεις ακυρώσεως, εφέσεις και αναιρέσεις, οι οποίες κατά τον χρόνο άσκησης τους ήταν παραδεκτές και να μην γίνει συζήτηση ερήμην του διαδίκου, που είχε ήδη νομιμοποιήσει τον πληρεξούσιο δικηγόρο του.
γ) Απαράδεκτη διάταξη, η οποία σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να γίνει αποδεκτή από το Δικηγορικό Σώμα.
21. ΕΠΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 45 : ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΔΟΧΗ ΕΝΔΙΚΩΝ ΒΟΗΘΗΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΜΕΣΩΝ
Οι ρυθμίσεις του άρθρου 45 σύμφωνα με τις οποίες γίνεται συζήτηση και αποδοχή ένδικου βοηθήματος ή μέσου, χωρίς ακρόαση του αντιδίκου, δημοσιότητα και κατ΄ αντιμωλία διεξαγωγή της διαδικασίας, καθώς και η απειλή κυρώσεων (πενταπλάσια της δικαστικής δαπάνης), σε περίπτωση που διάδικος ζητήσει να τηρηθούν οι θεμελιώδεις εγγυήσεις της δίκαιης δίκης (συζήτηση στο ακροατήριο, δημοσιότητα, αντιμωλία, ακρόαση) είναι δικαιοπολιτικά απαράδεκτες, αντίθετες στο άρθρο 20 παρ. 1, αρθ. 25 παρ.1 του Συντάγματος, στο άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, στα άρθρα 2 παρ 3 α,β και 14 παρ. 1 του Δ.Σ.Α.Π.Δ. και στο άρθρο 47 του Χ.Θ.Δ. της Ε.Ε. και δεν πρέπει να γίνουν αποδεκτές από το Δικηγορικό Σώμα.
22. ΕΠΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 46 : ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΔΑΠΑΝΗ
Επικίνδυνα ασαφής η ρύθμιση του άρθρου 46 του σ/ν, σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο δύναται να επιβάλλει σε βάρος του ηττηθέντος διαδίκου δικαστική δαπάνη, όταν κρίνει ότι με την δικονομική του συμπεριφορά προκάλεσε την καθυστέρηση της υπόθεσης. Δηλαδή, αν απορριφθεί έφεση ή αναίρεση θα «τιμωρείται» ο ηττηθείς διάδικος με την επιβολή σε βάρος αυτού του πενταπλάσιου της δικαστικής δαπάνης, που στο ΣΤΕ θα ανέλθει περίπου σε 5000 ευρώ!!!; Με βάση το γράμμα της επικίνδυνης αυτής διάταξης μάλλον αυτό φαίνεται ότι θα συμβεί!!
Το Δικηγορικό Σώμα πρέπει να απορρίψει ασυζητητί την απαράδεκτη και επικίνδυνη αυτή διάταξη.
23. ΕΠΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 47 : ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ
Με την ρύθμιση της παρ. 1 του σ/ν διευρύνεται η υλική αρμοδιότητα του Μον. Διοικ. Πρωτ. από τις 20.000 ευρώ στις 100.000 ευρώ και για τις φορολογικές και τελωνειακές εν γένει διαφορές στις 150.000 ευρώ. Σημειωτέο ότι στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια έχει υποχωρήσει σε σημαντικότατο βαθμό η δικαιοκρατική εγγύηση εκδίκασης των διοικητικών διαφορών ουσίας ακόμα και μεγάλου ύψους από πολυμελείς συνθέσεις. Δηλαδή έχει καταστεί πλέον κανόνας η εκδίκαση των υποθέσεων σε συντριπτική πλειοψηφία από μονομελείς συνθέσεις και η εκδίκαση από πολυμελείς εξαίρεση, το δε τριμελές διοικητικό πρωτοδικείο έχει απογυμνωθεί από κάθε αρμοδιότητα εκδίκασης φορολογικών και τελωνειακών εν γένει διαφορών. Επομένως, το Δικηγορικό Σώμα δεν πρέπει να αποδεχθεί τη ρύθμιση αυτή, για τους ίδιους λόγους που δεν αποδέχθηκε τα Μονομελή Εφετεία Κακουργημάτων.
24. ΕΠΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 51 : ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
α) Το Δικηγορικό Σώμα δεν πρέπει να αποδεχθεί τη ρύθμιση της εκδίκασης υποθέσεων, χωρίς την τήρηση των εγγυήσεων της δίκαιης δίκης εν Συμβουλίω, και μάλιστα με την απειλή υπέρογκων κυρώσεων, που δύνανται να ανέλθουν σε χιλιάδες ευρώ!!, στις περιπτώσεις επιβολής κυρώσεως πολλαπλάσιας του αναλογικού παραβόλου σε βάρος του διαδίκου, που θα ζητήσει την εκδίκαση της υπόθεσης του με τις εγγυήσεις της δίκαιης δίκης, για τους λόγους που αναφέρονται στις ανωτέρω παραγράφους 18,21,22 της παρούσας.
β) Με τις ίδιες ρυθμίσεις τίθεται και «καταχρηστική προθεσμία» προς άσκηση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη (18μηνη προθεσμία από την έκδοση της απόφασης, στη περίπτωση μη κοινοποίησης), η οποία αντίκειται στο άρθρο 6 παρ 1 της ΕΣΔΑ, σύμφωνα με τη νομολογία του ΕΔΔΑ για τις “καταχρηστικές” προθεσμίες).
γ) Αν κατά της ίδιας αποφάσεως του Συμβουλίου ζητηθεί η εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο και από τον ιδιώτη διάδικο και από τη δημόσια αρχή, σε φορολογική ή τελωνειακή εν γένει διαφορά, ο μεν ιδιώτης απειλείται με την επιβολή σε βάρος του τριπλάσιου αναλογικού παραβόλου (ήτοι με κάποιες χιλιάδες ευρώ), η δε αρχή με το τριπλάσιο του πάγιου παραβόλου, που είναι σημαντικά κατώτερο. Η ανισότητα των όπλων και των διαδίκων είναι πρόδηλη.
25. ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 53 ΕΩΣ ΚΑΙ 62 : ΔΙΚΑΙΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΔΙΑΔΙΚΩΝ ΛΟΓΩ ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΛΟΓΗΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ ΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΔΙΚΗΣ ΚΑΙ ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗ ΤΗΣ ΑΚΥΡΩΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΔΙΚΗΣ
α) Με τις ρυθμίσεις των άρθρων 53 έως και 62 του σ/ν εισάγεται ένα νέο ένδικο βοήθημα (αίτηση δίκαιης ικανοποίησης λόγω υπέρβασης της εύλογης διάρκειας της διοικητικής δίκης) και θεσμοθετείται η αίτηση επιτάχυνσης της ακυρωτικής και ουσιαστικής διοικητικής δίκης (φαίνεται ότι οι συντάκτες του σ/ν θεωρούν ότι στις πολιτικές και ποινικές δίκες δεν υπάρχει πρόβλημα καθυστέρησης!!)
β) Οι ρυθμίσεις αυτές εισάγονται προς συμμόρφωση με «πιλοτική» απόφαση του ΕΔΔΑ και συστάσεις της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης (βλ. κεφ ΙΙΙ των προτάσεων της Ολομ. των Πρ. των Δ.Σ.Ε. περιπτ. α).
γ) Δυστυχώς όμως, αντί για πλήρη συμμόρφωση με τη νομολογία του ΕΔΔΑ, με τις ανωτέρω ρυθμίσεις επιχειρείται ταυτόχρονα η «συρρίκνωση» του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης, ακόμη και η απόρριψη της αιτήσεως (αγωγής) δίκαιης αποζημίωσης, ενώ δεν λείπουν και άλλες «πονηρές διατάξεις». Ειδικότερα :
ι) από τα κριτήρια καθορισμού της δίκαιης χρηματικής ικανοποίησης απουσιάζει εντελώς ο χρόνος που μεσολαβεί από την κατάθεση του ένδικου βοηθήματος ή μέσου μέχρι την πρώτη συζήτηση του στο ακροατήριο, που αποτελεί και τον κυριότερο λόγο καθυστέρησης της διοικητικής δίκης.
ιι) τίθεται ως κριτήριο η «πολυπλοκότητα των τιθέμενων νομικών ζητημάτων» και όχι η «πολυπλοκότητα της υπόθεσης» όπως έχει κρίνει παγίως το ΕΔΔΑ. Η διαφορά είναι χαώδης. Η πολυπλοκότητα της υπόθεσης αφορά και το πραγματικό της υπόθεσης, τα αποδεικτέα ζητήματα, κλπ. , ενώ με βάση το γράμμα των νέων ρυθμίσεων κάθε υπόθεση η διάγνωση της οποίας απαιτεί συνδυασμένη ερμηνεία περισσοτέρων των δύο διατάξεων, δεν αποκλείεται να θεωρηθεί πολύπλοκη και, είτε να μην επιδικασθεί δίκαιη ικανοποίηση, είτε να απομειωθεί σημαντικά.!!
ιιι) Επίσης τίθεται ως κριτήριο η ύπαρξη εκκρεμών δικών με όμοιο περιεχόμενο ενώπιον ανωτέρων ή ανωτάτων δικαστηρίων κατά τη διάρκεια της δίκης, χωρίς το κριτήριο αυτό να στηρίζεται στη νομολογία του ΕΔΔΑ. Έτσι, με βάση το τυχαίο γεγονός ότι ενώπιον άλλου ανώτερου ή ανωτάτου δικαστηρίου εκκρεμεί άλλη υπόθεση, δεν θα επιδικάζεται ή θα επιδικάζεται μειωμένη δίκαιη χρηματική ικανοποίηση στον διάδικο άλλης δίκης.
ιv) To EΔΔΑ έχει ήδη κρίνει ότι η ταχεία εκδίκαση της υπόθεσης αποτελεί υποχρέωση του Κράτους και δεν δύναται για τον λόγο αυτό να μετατεθεί η υποχρέωση αυτή στον διάδικο, και μάλιστα στον αντίδικο της Δημόσιας Αρχής, μέσω της υποβολής «αιτήσεως προτιμήσεως» και απέρριψε, για τον λόγο αυτό, τον σχετικό ισχυρισμό της Ελληνικής Δημοκρατίας. Παρά ταύτα, με τις ως άνω ρυθμίσεις, επιχειρείται ο απορριφθείς από το ΕΔΔΑ ισχυρισμός να καταστεί περιεχόμενο νομοθετικής διατάξεως. Εξάλλου, η αίτηση επιτάχυνσης δεν είναι δεσμευτική για το δικαστήριο και δεν προβλέπονται κατά της απορριπτικής απόφασης ένδικα μέσα (βλ. άρθρα 61, 62 του σ/ν). Περαιτέρω, η αίτηση επιτάχυνσης επιτρέπεται να υποβληθεί μόνο μετά την άπρακτη πάροδο 2,5 ετών (30 μήνες) από την κατάθεση σε κάθε βαθμό δικαιοδοσίας. Με άλλα λόγια κατά τους συντάκτες του σ/ν, 7,5 έτη καθυστέρησης δεν αποτελούν υπέρβαση του εύλογου χρόνου!! Τέλος στη ίδια περίπτωση η ισχύς των διατάξεων της παρ. 1 περιπτ. α του νέου άρθρου 33Α του π.δ 18/1989 και της παρ. 1 περιπτ. α του νέου άρθρου 127 Α του Κ.Δ.Δ., αρχίζει από 16-9-2012 και, για μια πενταετία, ο αριθμός των «επιταχυνόμενων υποθέσεων» δεν δύναται να υπερβεί το 1/3 των υποθέσεων κάθε δικασίμου.
Συνεπώς για τις ήδη εκκρεμείς υποθέσεις, δεν δύναται να υποβληθεί αίτηση επιτάχυνσης ακόμα και αν έχουν καθυστερήσει 10 χρόνια!!! Από τα παραπάνω είναι σαφές ότι πρέπει να απαλειφθεί η υποβολή αίτησης επιτάχυνσης ως κριτήριο για την επιδίκαση δίκαιης ικανοποίησης.
v) Επίσης επιχειρείται να μετακυλισθεί στον διάδικο το βάρος επίκλησης και απόδειξης των αιτίων καθυστέρησης, με τον κίνδυνο να απορριφθεί η αίτηση ως απαράδεκτη. Εν προκειμένω πρέπει να ορισθεί ρητά ότι η ευθύνη του Δημοσίου είναι νόθος αντικειμενική και ο διάδικος αρκεί να επικαλεσθεί και να αποδείξει τον συνολικό χρόνο καθυστέρησης εκδίκασης της υπόθεσης και τίποτε άλλο. Η επίκληση και απόδειξη των λοιπών ζητημάτων βαρύνουν την αντίδικο Δημόσια Αρχή.
vi) Η αμοιβή των δικηγόρων καθορίζεται με την εκάστοτε ισχύουσα «διατίμηση» του Κώδικα Δικηγόρων, δηλαδή με βάση την ελάχιστη νόμιμη αμοιβή του Κωδ. Δικ., που όμως δεν περιλαμβάνει τέτοια ελάχιστη νόμιμη αμοιβή!!! Περαιτέρω οι συντάκτες του σ/ν φαίνεται να αγνοούν ότι η νόμιμη αμοιβή έχει «επικουρικό» χαρακτήρα και ισχύει μόνο αν δεν υπάρχει γραπτή συμφωνία που, είναι δεσμευτική για το δικαστήριο (άρθρο 5 του Ν. 3919/2011). Ο διάδικος υποχρεούται να καταβάλει ένσημα παράστασης και γραμμάτια προείσπραξης που καθορίζει ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών ακόμη και στη δίκη που θα διεξαχθεί σε δικαστήρια της περιφέρειας και ο παριστάμενος δικηγόρος δεν είναι μέλος του. Εν προκειμένω, το ανωτέρω ζήτημα θα πρέπει να καθορισθεί με απόφαση της Ολομέλειας των Προέδρων Δ.Σ.Ε.
vii) Δεν προβλέπεται ρητά στις ανωτέρω διατάξεις ότι αίτηση (αγωγή) δίκαιης ικανοποίησης μπορεί να ασκηθεί και μετά το πέρας της συνολικής διάρκειας της δίκης σε όλους τους βαθμούς δικαιοδοσίας. (Δεν φαίνεται να αποκλείεται, αλλά από το γράμμα των διατάξεων δεν αποσαφηνίζεται τούτο, αφού ομιλεί για οριστική απόφαση σε κάθε βαθμό δικαιοδοσίας και όχι αμετάκλητη. Προδήλως σκοπός είναι η κατάτμηση της συνολικής διαδικασίας σε επί μέρους τμήματα, ώστε να μειώνεται το ύψος της επιδικαζόμενης ικανοποίησης και να αποθαρρύνονται οι διάδικοι να υποβάλουν αιτήσεις (αγωγές) δίκαιης ικανοποίησης. Με τις ανωτέρω ρυθμίσεις επιβάλλεται και πάλι «παράβολο» υπέρ του Δημοσίου!! Πρόκειται για «κεφαλικό» φόρο, αφού δεν προβλέπεται επιστροφή του. Ακολούθως με τις ίδιες ρυθμίσεις απειλείται ο διάδικος ότι σε περίπτωση που ασκήσει δικαίωμα που απορρέει από την ΕΣΔΑ και αυτό απορριφθεί, θα «τιμωρηθεί» με την προσαύξηση του «συμβολικού» παραβόλου των 100 ευρώ!!! κατά 500 % ή ακόμη και 1000%!!!
VII) Στο τριμελές συμβούλιο για την επιδίκαση δίκαιης ικανοποίησης όταν η καθυστέρηση λάβει χώρα ενώπιον του ΣτΕ, μετέχει και Σύμβουλος Επικρατείας, προκειμένου να «ακουσθεί» το ΣτΕ !!! Στα λοιπά συμβούλια που προβλέπει ο νόμος δεν μετέχουν δικαστές που υπηρετούν στο δικαστήριο που καθυστέρησε, για λόγους «αντικειμενικής αμεροληψίας», όπως ρητά αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση από το άρθρο 55 του σ/ν. Συνεπώς σύμφωνα και με όσα δέχεται η αιτιολογική έκθεση, η συμμετοχή στη σύνθεση «Δικαστηρίου» δικαστή που υπηρετεί στο δικαστήριο στο οποίο αποδίδεται η αιτίαση της καθυστέρησης εκδίκασης πέραν του εύλογου χρόνου, αντίκειται στο άρθρο 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ (αρχή της αντικειμενικής αμεροληψίας βλ. και παρ. 10 α της παρούσας.)
ix) Στο άρθρο 57 του σ/ν ορίζεται ότι η πράξη προσδιορισμού συζήτησης της αίτησης (αγωγής) δίκαιης ικανοποίησης γίνεται με «τηλεομοιοτυπία» ή άλλο πρόσφορο μέτρο και βεβαιώνεται με πράξη του γραμματέα σε ειδικό βιβλίο. Η διάταξη αυτή είναι επικίνδυνη για αυτονόητους λόγους. Πρέπει για λόγους πραγματικής ακρόασης η κλήση αυτή να επιδίδεται με δικαστικό επιμελητή.
χ) Όταν η αίτηση (αγωγή) δίκαιης αποζημίωσης υποβάλλεται από εταιρεία πρέπει να ορισθεί ότι δικαιούχος της ικανοποίησης είναι ο εκπρόσωπος αυτής, αφού ηθική βλάβη λόγω της καθυστέρησης υφίστανται μόνο φυσικά πρόσωπα και όχι νομικά (βλ. και άρθρο 364 Π.Κ.)
χι) Πρέπει επίσης να ορισθεί ότι επιδικαζόμενη δίκαιη ικανοποίηση είναι ex lege ανεκχώρητη, ακατάσχετη και ανεπίδεκτη υποχρεωτικού συμψηφισμού με άλλες οφειλές του δικαιούχου προς το Δημόσιο, Ο.Τ.Α ή Ν.Π.Δ.Δ. ή οποιονδήποτε άλλον. Διαφορετικά είναι «δώρο άδωρο» .
χιι) Τέλος στις τριμελείς ειδικές επιτροπές για τις εκκρεμείς υποθέσεις ενώπιον του ΕΔΔΑ, που επαναφέρονται στη χώρα, μετέχουν μόνο Δικηγόροι Αθηνών ή Πειραιώς, κατ΄ αποκλεισμό των άλλων δικηγόρων της χώρας. Τούτο είναι μειωτικό για τους λοιπούς δικηγόρους και, ως εκ τούτου, πρέπει να ορισθεί ότι στις ως άνω επιτροπές μετέχουν δικηγόροι, που ορίζει η ολομέλεια των προέδρων.
χιii) Τέλος, απουσιάζει εντελώς, το ουσιώδες κριτήριο, σύμφωνα με τη νομολογία του ΕΔΔΑ της σημασίας του διακυβεύματος της δίκης για τον διάδικο. Για τους παραπάνω λόγους οι αναφερόμενες ανωτέρω ρυθμίσεις δεν πρέπει να γίνουν δεκτές από το Δικηγορικό Σώμα, χωρίς τροποποιήσεις.
26. ΕΠΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 64 : ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΠΟΥ ΑΝΑΚΥΠΤΟΥΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ Ν. 3894/2010 ΓΙΑ ΤΙΣ «ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ»
α) Η ολομέλεια στις πρόσφατες προτάσεις της επί των θέσεων του Υπουργού Δικαιοσύνης για την επιτάχυνση των δικών, αντέκρουσε τη δημιουργία «πινακίων V.I.P.» (βλ. κεφ. ΙΙ αριθμ. 31 των προτάσεων).
β) Με την ανωτέρω ρύθμιση δημιουργείται πλέον «ειδική μικρή Ολομέλεια V.I.P» στο ΣτΕ!!!
γ) Δικαίωμα στην ταχεία δίκη έχουν και όλοι οι άλλοι επενδυτές (Έλληνες και πολίτες της ΕΕ) και οι απλοί πολίτες και όχι μόνο οι «στρατηγικοί επενδυτές» (δηλ. οι Γερμανοί).!!
ε) Σημειωτέο ότι η Διοικητική Ολομέλεια του ΣτΕ, επί Υπουργείας Χατζηγάκη είχε απορρίψει τη δημιουργία ανάλογου τμήματος στο ΣτΕ (Ζ' τμήμα). Με τις ρυθμίσεις αυτές, αντί να δημιουργηθεί «ειδικό τμήμα V.I.P», δημιουργείται ειδική «μικρή ολομέλεια» για τους V.I.P!!!!
στ) Συνεπώς και η ρύθμιση αυτή δεν πρέπει να γίνει δεκτή από το Δικηγορικό Σώμα.
27. ΕΠΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 66 : ΠΡΑΞΕΙΣ ΕΠΙΒΟΛΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΚΥΡΩΣΕΩΝ
α) Θετική κατ’ αρχήν η ρύθμιση
β) Επισημαίνεται όμως, ότι στην περίπτωση της παρ. 3 του ως άνω άρθρου (επιβολή κυρώσεων από την ΤτΕ και από τις ΑΔΑ, που προσβάλλονται ενώπιον του ΣτΕ) δύναται τριμελής επιτροπή εν Συμβουλίω (δηλαδή χωρίς κλήση του διάδικου, ακρόαση, δημοσιότητα, αντιμωλία) να παραπέμψει την υπόθεση στο Διοικ. Εφετείο και μάλιστα χωρίς κριτήρια. Η ρύθμιση αυτή αντίκειται στο άρθρο 8 του Συντάγματος, διότι ο φυσικός δικαστής της διαφοράς ορίζεται από το νόμο και όχι από τριμελή επιτροπή που, με “μυστική” πράξη και διαδικασία, καθορίζει αυτή τον φυσικό δικαστή της διαφοράς. Παρότι το εν λόγω ζήτημα δεν έχει μεγάλο πρακτικό ενδιαφέρον, η συμβολική σημασία του είναι τεράστια και, για τον λόγο, αυτό η συγκεκριμένη ρύθμιση δεν πρέπει να γίνει αποδεκτή από το Δικηγορικό Σώμα.
28. ΕΠΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 68 : ΣΩΜΑ ΜΕΛΩΝ ΕΠΙΤΡΟΠΩΝ ΕΠΙΛΥΣΕΩΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΕΩΝ
Η ολομέλεια με τις πρόσφατες θέσεις και προτάσεις της για την επιτάχυνση των δικών, έχει απορρίψει τις ρυθμίσεις αυτές. (βλ. κεφ. ΙΙ αριθμ. 30 και 33 και κεφ. ΙΙΙ περιπτ. δ,ε,στ) και πρέπει να εμμείνει στις θέσεις της.
29. ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 70,72,73,74,76: ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ
α) Με τις παραπάνω διατάξεις οι ρυθμίσεις για την πρότυπη δίκη, τις απορρίψεις ενδίκων βοηθημάτων και μέσων εν Συμβουλίω, τις «ομαδικές» δίκες, μεταφέρονται και στο Ελεγκτικό Συνέδριο. Συνεπώς τα όσα αναφέρονται στις παρ. 18,21 και 24 της παρούσας έχουν εφαρμογή και στην προκειμένη περίπτωση.
β) Επισημαίνεται ο κίνδυνος της «επιμόλυνσης», με τις διατάξεις για την πρότυπη δίκη, τις απορρίψεις ένδικων βοηθημάτων και μέσων εν Συμβουλίω, χωρίς τις εγγυήσεις της δίκαιης δίκης και τις «ομαδικές» δίκες και της πολιτικής και ποινικής δίκης. Ήδη τα πρώτα «συμπτώματα» εμφανίσθηκαν με τις αναιτιολόγητες διατάξεις Ειρηνοδικών ή Εισαγγελέων, τις συνοπτικές αιτιολογίες και κυρίως τα «συμβολικά» παράβολα.
γ) Θετική η ρύθμιση του άρθρου 76 του σ/ν. Αποτελεί μεταφορά του άρθρου 23 του Ν. 3900/2010 και στην δημοσιονομικολογιστική δίκη, όπως πρότεινε και η Ολομέλεια. (βλ. κεφ. ΙΙΙ περιπτ. κστ των προτάσεων). Παραδόξως όμως εξακολουθεί να εξαιρείται η ακυρωτική και η πολιτική δίκη και, ως εκ τούτου, η Ολομέλεια πρέπει να εμμείνει στις θέσεις της, και για τις δίκες αυτές.
30. ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 90,91,94, 95, 98, 106, 107 ΤΟΥ Ν. 1756/1988 «ΚΩΔΙΚΑΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ»
α) Η υπηρεσιακή κατάσταση των δικαστικών λειτουργών και τα προσόντα για την προαγωγή τους, προσδίδουν το στίγμα του επιπέδου τους, που συναρτάται άμεσα και άρρηκτα με την ορθή, δίκαιη, ταχεία και ποιοτική απονομή της δικαιοσύνης.
β) Δυστυχώς το Δικηγορικό Σώμα δεν έχει ασχοληθεί, όσο θα έπρεπε με το θέμα αυτό, με αποτέλεσμα να μην έχει υπάρξει ούτε μία αντίδραση για το απαράδεκτο σύστημα προαγωγών με βάση «λίστα αναμονής», δηλ. με βάση, κατά κύριο λόγο, την χρονική προτεραιότητα εγγραφής στη «λίστα αναμονής» των προαγωγών, που καταρτίζεται με βάση το άκρως παρωχημένο (χρονικά και ποιοτικά) κριτήριο της σειράς επιτυχίας στον σχετικό διαγωνισμό εισόδου στο δικαστικό σώμα. Αποτέλεσμα της απαράδεκτης αυτής κατάστασης ήταν οι άξιοι δικαστικοί λειτουργοί να μην έχουν κανένα κίνητρο να αναβαθμίσουν τα προσόντα τους και το επιστημονικό και δικαστικό τους επίπεδο. Ίσχυε και εξακολουθεί να ισχύει ο ρωμαϊκός κανόνας «prior in tempore, potiοr in jure» και ο “ελληνικός κανόνας αν είσαι και παπάς (άξιος), με την αράδα σου θα πάς!!!!» Αποτέλεσμα όμως της ισοπέδωσης αυτής είναι και η μείωση του ποιοτικού επιπέδου των δικαστικών αποφάσεων, όπως είναι γνωστό στους” παροικούντες την νομική ¨Ιερουσαλήμ».
γ) Με τις ανωτέρω ρυθμίσεις η Πολιτεία κάνει ένα βήμα μπρος και .... δέκα πίσω,!! σε ότι αφορά τα ζητήματα της υπηρεσιακής κατάστασης των δικαστικών λειτουργών.
δ) Σε ότι αφορά τα κωλύματα εντοπιότητας, επαναφέρεται το κώλυμα για τους δικαστές που υπηρετούν σε δικαστήρια των πόλεων Βόλου, Ρόδου, Χανίων και Ιωαννίνων (άρθρο 90 του σ/ν.). Η ρύθμιση αυτή θα δημιουργήσει πολλά προβλήματα στελέχωσης των δικαστηρίων των απομακρυσμένων από τα μεγάλα αστικά κέντρα περιοχών (Ιωάννινα, Ρόδος, Χανιά) και θα αποτρέψει την μακρά παραμονή σ' αυτά και την γνώση των τοπικών προβλημάτων εκ μέρους των υπηρετούντων δικαστών, αφού όλοι θα ζητούν να μετατεθούν μετά την εκπλήρωση του «αγροτικού» τους.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα τα Ιωάννινα, όπου θα απογυμνωθούν τα δικαστήρια από 16 έμπειρους δικαστές και θα μετατραπούν και πάλι τα Ιωάννινα σε τόπο εκπλήρωσης του «αγροτικού» των δικαστών. Συνεπώς είτε θα πρέπει να αποσυρθεί η διάταξη αυτή, είτε να ορισθεί ότι δεν επιτρέπεται μετάθεση πριν τη συμπλήρωση πενταετίας στη θέση όπου διορίσθηκε ή μετατέθηκε ο δικαστικός λειτουργός.
ε) Με το άρθρο 91 του σ/ν προβλέπεται περικοπή μισθού και δικαστικών διακοπών στους δικαστικούς λειτουργούς που καθυστερούν στην έκδοση των αποφάσεων ή στην εκπλήρωση του έργου τους. Υπό τις παρούσες συνθήκες (δηλ. ενόψει της τεράστιας επιβάρυνσης των πινακίων και των τεράστιων κενών σε δικαστικούς λειτουργούς) εκτιμάται ότι η ρύθμιση αυτή θα λειτουργήσει εκφοβιστικά στους δικαστές, με αποτέλεσμα στο «βωμό της επιτάχυνσης» να «θυσιαστεί» η ποιότητα των αποφάσεων και η ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Παρότι και οι δικαστικοί λειτουργοί δεν είναι άμοιροι ευθυνών, για το καθεστώς της γενικευμένης δομικής και συστημικής «οιονεί» αρνησιδικίας που επικρατεί (παραδείγματα άπειρα), παρά ταύτα, με τις ρυθμίσεις αυτές, η πολιτεία, ως «πόντιος Πιλάτος», «νίπτει» τας χείρας της» από τις δικές της “αμαρτίες” (έλλειψη ικανού αριθμού δικαστικών λειτουργών, δικαστικών υπαλλήλων, υποδομών κ.λ.π.) και επιχειρεί να “φορτώσει” όλα τα δικά της «ανομήματα» στις πλάτες των δικαστών. Οι διατάξεις των άρθρων 91 και 94 του σ.ν. σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 50 παρ. 4β του ν. 1756/88 και 107 παρ. 2 περιπτ. ε του ίδιου νόμου, όπως αντικ. με τα άρθρα 95 και 107 του σ.ν., θα λειτουργήσουν εκφοβιστικά και, για το λόγο αυτό, πρέπει να αποσυρθούν. Το μόνο που θα πετύχουν είναι η «τηλεγραφική» απόρριψη των ενδίκων βοηθημάτων και μέσων. Συνεπώς, καλείται το Δικηγορικό Σώμα να «επιλέξει» μεταξύ της «Χάρυβδης» της δομικής και συστημικής «οιονεί» αρνησιδικίας και της «Σκύλας», της “συγκεκαλυμένης αρνησιδικίας” και κακοδικίας. Χωρίς γενναία αύξηση του αριθμού των δικαστών και των δικαστικών υπαλλήλων καθώς και της δημιουργίας των απαραίτητων υποδομών, όπως έχει ήδη προτείνει η Ολομέλεια, οι ρυθμίσεις αυτές το μόνο που επιδιώκουν είναι η μετακύλιση των ευθυνών της Πολιτείας για την καθυστέρηση των δικών στους δικαστές, και τούτο δεν μπορεί να γίνει αποδεχτό από το Δικηγορικό Σώμα, παρά τις ευθύνες που υπάρχουν και σε αρκετούς δικαστές για την επικρατούσα κατάσταση, και ιδίως των Λειτουργών του ΣτΕ, όπου οι καθυστερήσεις έχουν «σπάσει» προ πολλού το «φράγμα του ήχου» (π.χ. 11 χρόνια σ' έναν βαθμό και διάρκεια δημοσίευσης της αποφάσεως από τη συζήτηση 7 σχεδόν χρόνια!!!)
στ) Πρέπει να σταματήσει επιτέλους η απαράδεκτη κατάσταση να «τιμωρούνται» οι ανεπαρκείς δικαστές με «μετάθεση». Και τούτο διότι δεν «τιμωρούνται» μόνο αυτοί, αλλά και οι πολίτες των περιοχών στις οποίες αυτοί μετατίθενται. Συνεπώς, δεν πρέπει να γίνει αποδεκτή και η ρύθμιση του άρθρου 50 παρ. 4β του ν. 1756/88, όπως αντικ. με το άρθρο 95 του σ.ν.
ζ) Τέλος, με το άρθρο 94 του σ.ν. για τις προαγωγές των δικαστικών λειτουργών εφαρμόζεται επιτέλους η απορρέουσα από το Σύνταγμα (άρθρο 103 παρ. 7 εδ. β) αξιοκρατική αρχή (που βέβαια καταλαμβάνει όχι μόνο την είσοδο στο δικαστικό σώμα, αλλά και την εν γένει εξέλιξη και σταδιοδρομία σ’ αυτό), αλλά με τρόπο που αντίκειται στην ίδια διάταξη. Ειδικότερα τα κριτήρια προαγωγής είναι ασαφή, αόριστα και μη γνωστά εκ των προτέρων (π.χ. στοιχεία του φακέλου, κάθε άλλο πρόσφορο στοιχείο, προσωπική αντίληψη των κριτών!!), ενώ τίθεται «ποσόστωση» στην εφαρμογή του Συντάγματος!! (20% αξιοκρατία και 80% λίστα αναμονής!!!)
η) Παλαιότερη νομολογία του ΣτΕ (μέχρι και το 1999) παγίως δεχόταν ότι ανάλογα κριτήρια ήταν παρωχημένα, μη αντικειμενικά και αναξιοκρατικά (δε νοείται να περιμένει κάποιος για να αξιολογηθεί ατομικά 20 ή 25 χρόνια!!, ούτε είναι νοητό ο τελευταίος στη σειρά του προηγούμενου διαγωνισμού να προηγείται του πρώτου του επόμενου!)
Από το έτος όμως 2005 αιφνίδια το Γ΄ Τμήμα μετέβαλε άποψη και εντελώς αυθαίρετα, συμπερασματικά, αξιωματικά και χωρίς καμία αιτιολογία δέχθηκε ότι το σύστημα της «λίστας αναμονής» είναι «δίκαιο» και «αντικειμενικό»!!! Μόνη λογική εξήγηση ( και ασφαλώς όχι δικαιολογία) της μεταστροφής αυτής φαίνεται να είναι ότι αντελήφθησαν τις συνέπειες της προηγούμενης νομολογίας και στο σύστημα δικαστικών προαγωγών και «δικάζοντας» άλλες υποθέσεις, εσπευσάν να θωρακίσουν «ιδιοτελή συντεχνιακά συμφέροντα».
θ) Στις ως άνω ρυθμίσεις του σ/ν αντέδρασαν οι Διοικητικές Ολομέλειες των Ανώτατων Δικαστηρίων (ΑΠ) και οι Δικαστικές Ενώσεις. Δικαιολογημένα σε ότι αφορά την ασάφεια των κριτηρίων προαγωγής, αδικαιολόγητα σε ότι αφορά τη διατήρηση του σημερινού υπηρεσιακού status quo. Αν δεν εμπιστεύονται οι δικαστές τα δικά τους υπηρεσιακά δικαστικά συμβούλια (που αποτελούν “Δικαστήρια” κατά την έννοια του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ) ότι θα εφαρμόσουν το άρθρο 103 παρ. 7 εδ. β του Συντ., πως μπορεί να εμπιστευτούν οι πολίτες τα Δικαστήρια για τον ίδιο λόγο;
ι) Επειδή το ζήτημα των αξιοκρατικών προαγωγών των δικαστών άπτεται ευθέως και αμέσως της ορθής, δίκαιης, ταχείας, αποτελεσματικής και ποιοτικής απονομής της δικαιοσύνης, η Ολομέλεια των Προέδρων των Δ.Σ.Ε. πρέπει να λάβει ευθέως θέση και στο ζήτημα αυτό.
31. ΕΠΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 111 ΤΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ ΝΟΜΟΥ
α) Με τις ρυθμίσεις του άρθρου αυτού καλούνται οι διάδικοι, που αναμένουν την εκδίκαση της υποθέσεως τους για μια τουλάχιστον εξαετία, να «επικαιροποιήσουν» το ενδιαφέρον τους και να το δηλώσουν στο δικαστήριο εντός 3μήνου από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου και σε εξαιρετικές περιπτώσεις, (δεν αναφέρονται ποιες είναι αυτές) εντός έτους από τη δημοσίευση του νόμου, διαφορετικά η δίκη καταργείται.
β) Και με τις ρυθμίσεις αυτές η πολιτεία και πάλι «νίπτει τας χείρας της ως πόντιος Πιλάτος», αφού επιχειρεί να μεταθέσει τη δική της ευθύνη για την καθυστέρηση στον αναίτιο διάδικο, επιδιώκοντας με τον τρόπο αυτό τη διαγραφή εκκρεμών υποθέσεων (επικαλούμενη υπαιτιότητα του διαδίκου, που η ίδια τεχνηέντως δημιουργεί) σε περίπτωση που ο διάδικος δεν είναι ......συνδρομητής στο ΦΕΚ!! και δεν αντιληφθεί εγκαίρως την ταχθείσα προθεσμία. Ο κίνδυνος αυτός επιτείνεται σε περίπτωση που ο υπογράφων το δικόγραφο δικηγόρος δεν είναι πλέον πληρεξούσιος ή στην περίπτωση που το δικόγραφο είχε υπογραφεί (μέχρι το 2010) από τον ίδιο το διάδικο. Η κατάργηση της δίκης επέρχεται ακόμη κι αν ο διάδικος είχε ήδη νομιμοποιήσει τον υπογράψαντα το δικόγραφο πληρεξούσιο Δικηγόρο του με ειδικό πληρεξούσιο.
γ) Πρόκειται για μια απαράδεκτη ρύθμιση - «παγίδα» που επιδιώκει το «ξεφόρτωμα» υποθέσεων, με την προσχηματική μετάθεση της ευθύνης στο διάδικο και δεν νοείται καν ότι θα γίνει αποδεκτή από το Δικηγορικό Σώμα.
ΙΙ) ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΩΝ ΡΥΘΜΙΣΕΩΝ ΤΟΥ Σ.Ν ΜΕ ΤΙΣ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ – ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑΣ ΤΩΝ ΠΡΟΕΔΡΩΝ ΤΩΝ ΔΣΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗ ΤΩΝ ΔΙΚΩΝ
α) Από τις υποβληθείσες επισημάνσεις της Ολομέλειας επί των 53 θέσεων του Υπουργείου Δικαιοσύνης, φαίνεται ότι ελήφθησαν υπόψη οι εξής :
αα) για την δικαστική διαμεσολάβηση (εν μέρει)
ββ) για την μη μεταφορά δικαιοδοτικού έργου στους συμ/φους
γγ) για τα ασφαλιστικά μέτρα (εν μέρει)
δδ) για τον μη περιορισμό των αναιρετήριων λόγων στην πολιτική δίκη
εε) για την αναιτιολόγητη αρχειοθέτηση μηνύσεων και εγκλήσεων από τον εισαγγελέα (εν μέρει)
στ,στ) για την «ομαδοποίηση» εκκρεμών υποθέσεων και για την ορθολογική κατάταξη “ομοίων” υποθέσεων (εν μέρει)
ζζ) για τη μη θέσπιση «φίλτρου» (άδειας) στην άσκηση ένδικων μέσων ενώπιον του ΣτΕ και των τ.δ.δ.
ηη) για την συγκρότηση επιτροπής ανασύνταξης του Κώδικα Δικηγόρων.
β) Οι λοιπές ουσιώδες επισημάνσεις δεν ελήφθησαν υπόψη.
γ) Η Ολομέλεια υπέβαλε επίσης πάνω από 30 προτάσεις για την επιτάχυνση των δικών. Έγιναν αποδεκτές, εν μέρει, μόνο δύο!!! (η προηγούμενη κλήση του αντιδίκου στα ασφαλιστικά μέτρα και η επανάληψη της διαδικασίας ενώπιον του Ελ. Συν. σε περίπτωση διαπίστωσης παράβασης της ΕΣΔΑ από το ΕΔΔΑ). Οι λοιπές προτάσεις δεν ελήφθησαν υπόψη.
δ) Από τα παραπάνω είναι σαφές ότι η επίκληση του δήθεν «διαλόγου» με το Δικηγορικό Σώμα, που αναφέρεται στην αρχή της αιτιολογικής έκθεσης του σ/ν, είναι προσχηματική και παραπλανητική.
ΙΙΙ) ΟΙ ΕΠΙΔΙΩΚΟΜΕΝΟΙ (ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΙ ΚΑΙ ΑΔΗΛΟΙ) ΣΚΟΠΟΙ ΤΟΥ Σ.Ν.,
Η επίκληση της δίκαιης δίκης και της επιτάχυνσης είναι προσχηματική και στην πραγματικότητα επιχειρείται, με το πρόσχημα της δήθεν επιτάχυνσης, να περιορισθεί και να φαλκιδευθεί ουσιωδώς το δικαίωμα πρόσβασης σε Δικαστήριο και σε δίκαιη δίκη καθώς και να απομειωθούν οι εγγυήσεις της ΕΣΔΑ, για εισπρακτικούς σκοπούς
ΙV) ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑΣ
Να εμμείνει στις ήδη υποβληθείσες προτάσεις της και να μην αποδεχθεί το σ/ν σε ότι αφορά τις ανωτέρω διατάξεις του ή και όσες άλλες κρίνει. Οι διατάξεις αυτού μπορούν να καταταχθούν σε τρεις κατηγορίες:
Κατηγορία πρώτη: Οι αδιάφορες για την επιτάχυνση των δικών.
Κατηγορία δεύτερη: Οι καταρχήν θετικές, οι οποίες όμως είναι ελάχιστες και δεν αλλάζουν τη γενική εικόνα.
Κατηγορία τρίτη: Οι επικίνδυνες για το κράτος δικαίου και τα δικαιώματα των πολιτών, που έχουν την «απόλυτη πλειοψηφία» και προσδίδουν, εν τέλει, το στίγμα των προθέσεων του νομοθέτη, και οι οποίες δεν πρέπει να γίνουν αποδεκτές από το Δικηγορικό Σώμα.
Επισημαίνεται ότι η παρούσα εισήγηση αποτελεί προιόν συνεργασίας του Δικηγορικού Συλλόγου Λάρισας και Δικηγορικού Συλλόγου Ιωαννίνων, ενώ ελήφθησαν υπόψη και παρατηρήσεις των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ηρακλείου και Χαλκίδας.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Γ. ΚΑΤΣΑΡΟΣ