ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ ΠΡΟΕΔΡΩΝ
ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΩΝ ΣΥΛΛΟΓΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ
Αθήνα, 7.9.2011
ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
Η Ολομέλεια των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος, κατά τη συνεδρίαση της 3-9-2011, που έλαβε χώρα στη Πάτρα, αποφάσισε ομόφωνα να εκθέσει τις απόψεις της, σε κάθε αρμόδιο Υπουργείο, σχετικά με την επιστολή της Γενικής Διεύθυνσης Εσωτερικής Αγοράς και Υπηρεσιών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία αφορά στους ενδεχόμενους περιορισμούς στην ελεύθερη εγκατάσταση των Δικηγορικών Εταιρειών στην Ελλάδα, μετά την υιοθέτηση του Ν.3919/2011 και τη συμβατότητά τους με τα άρθρα 49 της ΣΛΕΕ και της Οδηγίας 2006/123/ΕΚ, και οι οποίες (απόψεις της) έχουν ως εξής:
1. Προκαταρκτικώς, σημειώνεται ότι η Επιτροπή επικαλείται ως «νομική βάση» των ερωτημάτων της το άρθρο 49 ΣΛΕΕ και την οδηγία 2006/123/ΕΚ. Εντούτοις, η Επιτροπή αποφεύγει να αναφέρει ότι επί της συλλογικής άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος, η οποία περιλαμβάνει τόσο τους όρους ίδρυσης δικηγορικών εταιριών όσο και υποκαταστημάτων, πρακτορείων κ.λπ., τυγχάνει εφαρμογής η ειδικότερη οδηγία 98/5/ΕΚ . Όμως, οι διατάξεις της οδηγίας αυτής δικαιολογούν, μεταξύ άλλων, κάποιες εκ των κρίσιμων προβλέψεων της εθνικής νομοθεσίας, για τις οποίες ζητεί διευκρινίσεις η Επιτροπή με την επιστολή της.
Ι. Περιορισμοί ίδρυσης δικηγορικής εταιρίας από δικηγόρους μέλη διαφορετικών δικηγορικών συλλόγων της Ελλάδας
Ερώτημα υπό Ι.1 της επιστολής
2. Το ερώτημα υπό Ι.1 της επιστολής θέτει το ζήτημα αν είναι συμβατή με το δίκαιο της Ένωσης η απαγόρευση ίδρυσης δικηγορικής εταιρίας από Έλληνες δικηγόρους που είναι εγγεγραμμένοι σε διαφορετικούς συλλόγους της Ελλάδας.
3. Η απαγόρευση αυτή προκύπτει από το άρθρο 1 παρ. 1 του Π.Δ. 81/2005, όπως τροποποιήθηκε δυνάμει του άρθρου 6 παρ. 1 του Ν. 3919/2011. Εξαίρεση από την απαγόρευση αυτή προβλέπεται προκειμένου για τους δικηγόρους που είναι μέλη του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, οι οποίοι μπορούν να συστήσουν δικηγορική εταιρία με δικηγόρους που είναι μέλη του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς. Ζήτημα υπάρχει για το τι ισχύει στις περιπτώσεις Δικηγορικών Συλλόγων, οι οποίοι κατά τον Κώδικα περί Δικηγόρων έχουν αντίστοιχη δυνατότητα και εξαιρούνται από την απαγόρευση.
4. Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης το ενωσιακό δίκαιο δεν εφαρμόζεται σε δραστηριότητες, οι οποίες δεν παρουσιάζουν κανένα στοιχείο σύνδεσης με κάποια από τις καταστάσεις που εμπίπτουν στο δίκαιο της Ένωσης και των οποίων όλα τα στοιχεία περιορίζονται στο εσωτερικό ενός και μόνου κράτους μέλους.
5. Η ανωτέρω πρόβλεψη του άρθρου 6 παρ. 1 ν. 3919/2011 άπτεται αποκλειστικώς του τρόπου άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος στην Ελλάδα και κατά τούτο, δεν παρουσιάζει διασυνοριακό στοιχείο, δικαιολογούν την εξέταση της εθνικής αυτής ρύθμισης υπό το πρίσμα του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
6. Τούτο είναι σύμφωνο και με την υπ’ αριθμ. 7 αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 98/5/ΕΚ, σύμφωνα με την οποία, «[…] η παρούσα οδηγία, σύμφωνα με τους σκοπούς της, αποφεύγει να ρυθμίσει αμιγώς εσωτερικές καταστάσεις και δεν θίγει τους επαγγελματικούς κανόνες παρά μόνο στο μέτρο που είναι απαραίτητο για να επιτύχει πραγματικά τον στόχο της». Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, οι αιτιολογικές σκέψεις μίας οδηγίας, όπως διατυπώνονται στο προοίμιό της, αποτελούν καθοριστικό στοιχείο της ερμηνείας της, στο βαθμό που διευκρινίζουν τη βούληση του κοινοτικού νομοθέτη.
7. Αναφορικά με την εξαίρεση από την ανωτέρω απαγόρευση προκειμένου για τους δικηγόρους Αθηνών και Πειραιώς, σημειώνεται ότι αυτή δικαιολογείται ως εκ του ότι οι δύο πόλεις θεωρούνται ενιαία περιφέρεια όλης της Αττικής ως προς ορισμένες ένδικες διαφορές. Για παράδειγμα, οι ναυτικές διαφορές, αμφοτέρων των πόλεων, υπάγονται στο ναυτικό τμήμα του Δικαστηρίου Πειραιώς, κάποιοι δήμοι του Πειραιά υπάγονται στα Δικαστήρια των Αθηνών όσον αφορά τις αστικές διαφορές, ενώ υπάγονται στα Δικαστήρια του Πειραιά όσον αφορά τις διοικητικές διαφορές.
8. Αυτή ακριβώς η ιδιαιτερότητα ήταν που οδήγησε στη διαφορετική μεταχείριση των δικηγόρων Αθηνών και Πειραιώς. Η ιδιαιτερότητα αυτή δεν συντρέχει ως προς τα υπόλοιπα πρωτοδικεία της Ελλάδας, στα οποία λειτουργούν οι οικείοι δικηγορικοί σύλλογοι και προς τούτο, η εξαίρεση αυτή εξαντλείται στα Πρωτοδικεία Αθηνών και Πειραιώς, χωρίς να έχει επεκταθεί σε άλλες πόλεις. Σε κάθε περίπτωση, η ανωτέρω διαφορετική μεταχείριση κείται, και αυτή, εκτός του πεδίου εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου, καθώς άπτεται του εσωτερικού τρόπου οργανώσεως της άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος στην Ελλάδα, στερούμενη διασυνοριακού ενδιαφέροντος.
Ερώτημα υπό Ι.2 της επιστολής
9. Το ερώτημα υπό Ι.2 της επιστολής θέτει το ζήτημα αν είναι συμβατή με το δίκαιο της Ένωσης η απαγόρευση ίδρυσης δικηγορικής εταιρίας από δικηγόρους κρατών μελών της Ένωσης με Έλληνες δικηγόρους που είναι εγγεγραμμένοι σε διαφορετικούς συλλόγους της Ελλάδας. Η απαγόρευση αυτή προκύπτει από την ερμηνεία του άρθρου 1 παρ. 1 του Π.Δ. 81/2005, όπως τροποποιήθηκε δυνάμει του άρθρου 6 παρ. 1 του Ν. 3919/2011.
10. Η ανωτέρω περίπτωση παρουσιάζει μεν κατ’ επίφαση διασυνοριακό ενδιαφέρον, καθώς αναφέρεται σε δικηγόρους προερχόμενους από άλλα κράτη μέλη της Ένωσης, άπτεται, όμως και της εσωτερικής έννομης τάξης, καθώς ερωτάται αν είναι δυνατή η συμμετοχή σε μία τέτοια δικηγορική εταιρία Ελλήνων δικηγόρων, εγγεγραμμένων σε διαφορετικούς δικηγορικούς συλλόγους της Ελλάδας.
11. Η απάντηση θα μπορούσε να είναι ότι στην πράξη, δεν υπάρχει τέτοια παραβίαση στην προκειμένη περίπτωση, διότι η ανωτέρω διάταξη της ελληνικής νομοθεσίας (άρθρο 1 παρ. 1 του Π.Δ. 81/2005, όπως τροποποιήθηκε δυνάμει του άρθρου 6 παρ. 1 του Ν. 3919/2011) ουδόλως απαγορεύει σε δικηγόρους προερχόμενους από άλλα κράτη μέλη τη δυνατότητα να ιδρύσουν στην Ελλάδα δικηγορική εταιρία σε οποιοδήποτε μέρος της Ελλάδας επιθυμούν.
12. Η ελληνική νομοθεσία θέτει περιορισμό μόνον ως προς τους Έλληνες εταίρους της δικηγορικής αυτής εταιρίας. Ως προς αυτούς, υφίσταται η πρόβλεψη ότι θα πρέπει να προέρχονται από τον ίδιο δικηγορικό σύλλογο. Αυτή η πρόβλεψη, όμως, συνιστά αμιγώς ρύθμιση εσωτερικού δικαίου, η οποία εκφεύγει του πεδίου εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν ανωτέρω (ερώτημα Ι.1), χωρίς να επηρεάζει τον πυρήνα της ελευθερίας εγκατάστασης.
13. Τυχόν κατάργηση της ρύθμισης αυτής ως προς τους Έλληνες δικηγόρους θα ήταν άνευ πρακτικού αποτελέσματος για την ενωσιακή έννομη τάξη. Δυνάμει του άρθρου 44 του Κώδικα Δικηγόρων, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 5 του Ν. 3919/2011, ένας δικηγόρος, μέλος δικηγορικής εταιρίας, έχει το δικαίωμα να ασκεί το λειτούργημά τους τόσο στην περιφέρεια του δικηγορικού συλλόγου του οποίου είναι μέλος όσο και στην περιφέρεια άλλων δικηγορικών συλλόγων. Επομένως, το αν τα μέλη της δικηγορικής αυτής εταιρίας προέρχονται από τον ίδιο ή διαφορετικούς δικηγορικούς συλλόγους είναι αδιάφορο, καθώς θα μπορούν να παρέχουν τις υπηρεσίες τους οπουδήποτε στην Ελλάδα, άνευ οιουδήποτε τινός περιορισμού.
14. Περαιτέρω, σημειώνεται ότι η ανωτέρω ρύθμιση της εθνικής νομοθεσίας ρυθμίζει τον τρόπο άσκησης των δραστηριοτήτων των δικηγόρων συλλογικά στο κράτος υποδοχής και κατά τούτο, είναι σύμφωνη με το άρθρο 11 παρ. 3 της οδηγίας 98/5/ΕΚ. Κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 11 της οδηγίας 98/5/ΕΚ, το οποίο φέρει τον τίτλο «Συλλογική άσκηση του επαγγέλματος», το κράτος μέλος υποδοχής, λαμβάνει τα μέτρα που απαιτούνται για να καταστεί δυνατή η συλλογική άσκηση του επαγγέλματος μεταξύ πολλών δικηγόρων, οι οποίοι προέρχονται από διαφορετικά κράτη μέλη. Σύμφωνα με την ίδια διάταξη, «Οι λεπτομέρειες σύμφωνα με τις οποίες οι δικηγόροι αυτοί ασκούν τις δραστηριότητές τους συλλογικά στο κράτος μέλος υποδοχής διέπονται από τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις του εν λόγω κράτους μέλους».
Ερώτημα υπό Ι.3 της επιστολής
15. Το ερώτημα υπό Ι.3 της επιστολής θέτει το ζήτημα αν είναι συμβατή με το δίκαιο της Ένωσης η απαγόρευση ίδρυσης δικηγορικής εταιρίας από δικηγόρους που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη της Ένωσης, οι οποίοι, παράλληλα, είναι μέλη διαφορετικών δικηγορικών συλλόγων στην Ελλάδα και επιθυμούν να ιδρύσουν δικηγορική εταιρία. Η απαγόρευση αυτή προκύπτει από την ερμηνεία του άρθρου 1 παρ. 1 του Π.Δ. 81/2005, όπως τροποποιήθηκε δυνάμει του άρθρου 6 παρ. 1 του Ν. 3919/2011.
16. Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, οι διατάξεις της Συνθήκης περί ελεύθερης παροχής υπηρεσιών δεν εφαρμόζονται στις δραστηριότητες, όλα τα στοιχεία των οποίων έχουν σχέση με ένα και μόνο κράτος μέλος. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, παρά το γεγονός ότι το ερώτημα της Επιτροπής αφορά δικηγόρους που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη, η ουσία του ερωτήματος αφορά και πάλι μία αμιγώς εσωτερική κατάσταση. Οι δικηγόροι αυτοί είναι μέλη ελληνικών δικηγορικών συλλόγων, θα ιδρύσουν δικηγορική εταιρία στην Ελλάδα, η εταιρία αυτή θα λειτουργεί με βάση τις διατάξεις του εθνικού δικαίου και θα παρέχουν στην Ελλάδα τις υπηρεσίες τους.
17. Το γεγονός ότι η λειτουργία των δικηγορικών αυτών εταιριών διέπεται από το εθνικό δίκαιο, δεν αναιρείται από τη δυνατότητα οι δικηγόροι που μετέχουν στις εταιρίες αυτές να είναι Έλληνες εγκατεστημένοι σε άλλα κράτη μέλη ή υπήκοοι άλλων κρατών μελών.
ΙΙ. Απαγόρευση δημιουργίας υποκαταστημάτων από δικηγορικές εταιρίες στην Ελλάδα
Ερώτημα υπό ΙΙ.1 της επιστολής
18. Το ερώτημα υπό ΙΙ.1 της επιστολής θέτει το ζήτημα αν είναι συμβατή με το δίκαιο της Ένωσης η απαγόρευση δημιουργίας υποκαταστημάτων από ελληνικές δικηγορικές εταιρίες στην Ελλάδα. Η απαγόρευση αυτή προκύπτει από την ερμηνεία του άρθρου 1 παρ. 2 του Π.Δ. 81/2005, όπως τροποποιήθηκε δυνάμει του άρθρου 6 παρ. 1 του Ν. 3919/2011, σύμφωνα με τα οποία, μία δικηγορική εταιρία μπορεί να ιδρύει υποκαταστήματα στην αλλοδαπή, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις της νομοθεσίας της Ένωσης και της νομοθεσίας του εκάστοτε κράτους υποδοχής. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, εξ αντιδιαστολής, ότι μία Ελληνική δικηγορική εταιρία δεν μπορεί να ιδρύσει υποκατάστημα στην Ελλάδα.
19. Μία τέτοια απαγόρευση, όμως, δεν διαθέτει διασυνοριακό ενδιαφέρον για την Ένωση. Κατά τούτο και επί του ερωτήματος αυτού της Επιτροπής ισχύουν όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω περί της μη εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης σε αμιγώς εσωτερικές καταστάσεις (ερώτημα Ι.1).
Ερώτημα υπό ΙΙ.2 της επιστολής
20. Το ερώτημα ΙΙ.2 της επιστολής θέτει το ζήτημα αν είναι συμβατή με το δίκαιο της Ένωσης η απαγόρευση δημιουργίας υποκαταστημάτων στην Ελλάδα από δικηγορική εταιρία άλλου κράτους μέλους της Ένωσης.
21. Κατά τα οριζόμενα στην υπ’ αριθμ. 15 αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 98/5/ΕΚ, ναι μεν δεν θα πρέπει να παρεμβάλλονται εμπόδια και κωλύματα στην εγκατάσταση δικηγόρων στο κράτος μέλος υποδοχής, «[…] ωστόσο πρέπει να επιτρέπεται στα κράτη μέλη να λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα για να επιτύχουν τον θεμιτό στόχο εξασφάλισης της ανεξαρτησίας του επαγγέλματος […]».
22. Κατά τη γνώμη μου, η επιδίωξη διασφάλισης της ανεξαρτησίας του δικηγορικού επαγγέλματος αποτελεί την αιτιολογική βάση της απαγόρευσης ίδρυσης υποκαταστημάτων από δικηγορικές εταιρίες στην Ελλάδα, η οποία ερείδεται στη δομή και στον τρόπο άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος στην Ελλάδα.
23. Συγκεκριμένα, η δομή του δικηγορικού επαγγέλματος στην Ελλάδα βασίζεται στην παροχή των δικηγορικών υπηρεσιών από μεμονωμένους δικηγόρους. Τούτο συνάγεται και από τα σχετικά στατιστικά στοιχεία, από τα οποία προκύπτει ότι, μόνο στο Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών, επί συνόλου 21.502 δικηγόρων, οι 20.529 είναι αυτοτελώς απασχολούμενοι και μόνο οι 973 είμαι μέλη δικηγορικών εταιρειών. Σημειώνεται δε ότι οι δικηγορικές εταιρείες Αθηνών ανέρχονται μόλις σε 318.
24. Από τα διαθέσιμα στοιχεία ως προς τους λοιπούς δικηγορικούς συλλόγους της Ελλάδας, προκύπτει ότι επί συνόλου 16 δικηγορικών συλλόγων , λειτουργούν μόλις 3 δικηγορικές εταιρείες. Επί συνόλου περίπου 2.500 δικηγόρων στους δικηγορικούς αυτούς συλλόγους, μόνο οι 7 είναι μέλη των ως άνω 3 δικηγορικών εταιρειών.
25. Η δομή αυτή του δικηγορικού επαγγέλματος έχει επιβληθεί, κατ’ ανάγκην και από τις γεωγραφικές ιδιαιτερότητες της Ελλάδας. Έτσι λοιπόν, αν και μεγάλο τμήμα του πληθυσμού της Ελλάδας κατοικεί στα μεγάλα αστικά κέντρα της Κεντρικής και Νότιας Ελλάδας, υπάρχει δικηγορική κάλυψη του συνόλου της Ελλάδας, η οποία περιλαμβάνει απομακρυσμένες αγροτικές και ορεινές περιοχές, καθώς και εκτεταμένα νησιωτικά συμπλέγματα. Αυτές οι γεωγραφικές ιδιαιτερότητες της ελληνικής επικράτειας έχουν διαμορφώσει το χαρακτήρα της άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος στην Ελλάδα, το οποίο χαρακτηρίζεται από μία εγκατεσπαρμένη όσο και αυτοτελή άσκησή του.
26. Η ανωτέρω δομή του δικηγορικού επαγγέλματος στην Ελλάδα διασφαλίζει μία παροχή υπηρεσιών η οποία είναι ανεξάρτητη έναντι πιέσεων, ασκουμένων τόσο από άλλους επαγγελματικούς χώρους όσο και από τον ίδιο επαγγελματικό χώρο. Η απαγόρευση ίδρυσης υποκαταστημάτων αποσκοπεί στη διατήρηση, ακριβώς, της ανεξάρτητης παροχής υπηρεσιών από τους δικηγόρους στην Ελλάδα.
27. Το γεγονός ότι τέτοιες απαγορεύσεις δεν υπάρχουν, ενδεχομένως, σε άλλα κράτη μέλη δεν αρκεί για να ανατρέψει τις ανωτέρω παρατηρήσεις. Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, η νομοθεσία κράτους μέλους δεν αποτελεί περιορισμό κατά την έννοια των Συνθηκών της Ένωσης απλώς και μόνον επειδή άλλα κράτη μέλη εφαρμόζουν λιγότερο περιοριστικούς ή οικονομικά ελκυστικότερους κανόνες σε όσους παρέχουν παρόμοιες υπηρεσίες και είναι εγκατεστημένοι στο έδαφός τους.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ
ΓΙΑΝΝΗΣ Δ. ΑΔΑΜΟΠΟΥΛΟΣ
www.dslar.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου