ΚΑΛΩΣ ΗΡΘΑΤΕ

Το ιστολόγιο αυτό αποτελεί ένα βήμα ενημέρωσης, συζήτησης και προβληματισμού των δικηγόρων της περιφέρειας και όχι μόνο, για όσα τους απασχολούν επαγγελματικά και άλλα... Ξεκίνησε το 2011, όταν στο χώρο της δικηγορίας, ελάχιστοι ασχολούνταν με την ενημέρωση για ζητήματα που απασχολούσαν τους συναδέλφους. Ο υποφαινόμενος - διαχειριστής - επιχείρησε τότε να δημιουργήσει μια πηγή ενημέρωσης σε πανελλαδικό επίπεδο. Σιγά σιγά, τα επόμενα χρόνια, προέκυψαν κι άλλες πηγές ενημέρωσης, κάποιες μάλιστα επαγγελματικού επιπέδου. Το νέο τοπίο που διαμορφώθηκε στη διαδικτυακή ενημέρωση, σε συνδυασμό και με τις πολλές ευθύνες που ανέλαβε πλέον ο υποφαινόμενος, άρα τον ελάχιστο χρόνο που διέθετε, είχαν σαν αποτέλεσμα το Σεπτέμβρη του 2019, το blog να πάψει ουσιαστικά να ενημερώνεται και ο dikigorosdramas να σιωπήσει. Εδώ και μερικές ημέρες όμως, η επικαιρότητα αλλά και η διάθεση του διαχειριστή, ξαναφέρνουν το blog σε λειτουργία, με στοχευμένες αναρτήσεις και συγκεκριμένες ενημερώσεις...... το μέλλον θα δείξει..... >

Σάββατο 14 Ιανουαρίου 2012

Η ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑΣ ΤΩΝ ΠΡΟΕΔΡΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΥΠΟ ΨΗΦΙΣΗ ΠΟΛΥΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟ


ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ ΠΡΟΕΔΡΩΝ
ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΩΝ ΣΥΛΛΟΓΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ

Αθήνα, 13-01-2012

1)       Προς την κα Βάσω Παπανδρέου
             Προεδρεύουσα της ΔΙΑΡΚΟΥΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ και
             της  ΔΙΑΡΚΟΥΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΟΥ
2)       Προς τους Βουλευτές της Ελληνικής Βουλής
………………………………………….…………………………………………………………………

Σας εκθέτουμε τις απόψεις μας σχετικά με το σχέδιο νόμου του Υπουργείου Οικονομικών «Επείγουσες ρυθμίσεις που αφορούν την εφαρμογή του μεσοπροθέσμου πλαισίου δημοσιονομικής στρατηγικής 2012-2015» και ειδικότερα επί του άρθρου 6, που αφορά στις ρυθμίσεις επειγόντων θεμάτων Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων


Α. ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΕΣ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ

1. ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΡΥΘΜΙΣΗΣ
Με το άρθρο 6 παρ. 3 του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Οικονομικών «Επείγουσες ρυθμίσεις που αφορούν την εφαρμογή του μεσοπρόθεσμου πλαισίου δημοσιονομικής στρατηγικής 2012-2015» αντικαθίστανται οι παρ. 1 και 2 του άρθρου 1 του π.δ. 81/2005           (Α’ 120), ως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 6 του Ν.3919/2011 (ΦΕΚ 32/Α/2.3.2011),  και με τις προτεινόμενες διατάξεις επιτρέπεται πλέον τόσο η ίδρυση διασυλλογικών δικηγορικών εταιριών (δηλαδή μεταξύ δικηγόρων-μελών διαφορετικών δικηγορικών συλλόγων της Ελλάδος) όσο και η ίδρυση υποκαταστημάτων των δικηγορικών εταιριών (είτε των διασυλλογικών είτε των μονοσυλλογικών), πέραν της αλλοδαπής (που επιτρέπεται με το ήδη υπάρχον καθεστώς) και στην ημεδαπή.

2. ΔΙΚΑΙΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΑΝΤΙΡΡΗΣΕΙΣ
α) Κατ’αρχήν, με την προτεινόμενη διάταξη τροποποιείται το άρθρο 6 του ν.3919/2011 (ΦΕΚ 32/Α΄/2.3.2011), πριν ακόμη συμπληρωθεί ούτε καν έτος από την ψήφιση του Ν, 3919/2011, δίχως να αναφέρονται οι λόγοι της τροποποίησης αυτής. Με το ανωτέρω νομοθέτημα εκφράστηκε ήδη σε πρόσφατο χρόνο η βούληση του νομοθέτη, που απέρριψε τότε σχέδιο νόμου όμοιου περιεχομένου, σε ότι αφορά στο συγκεκριμένο θέμα, με το αιτιολογικό της αποτροπής δημιουργίας μονοπωλιακών καταστάσεων, τύπου καρτέλ (μέσα από τις επονομαζόμενες «εταιρείες χταπόδια») στον ευαίσθητο χώρο της δικηγορίας, που αποτελεί και το «κατώφλι» της πρόσβασης των πολιτών σε Δικαστήριο και σε δίκαιη δίκη.
Ειδικότερα, μάλιστα, η άνω διάταξη τίθεται, ιδίως στο ζήτημα της ίδρυσης υποκαταστημάτων των δικηγορικών εταιρειών, χωρίς καμιά απολύτως δέσμευση και κανένα απολύτως περιορισμό, ενώ η επιχειρούμενη τροποποίηση θα επιφέρει ανυπολόγιστες συνέπειες σε πολλούς τομείς.
  
β) Επιπρόσθετα, δεν υπάρχει καμιά σχετική υποχρέωση του Ελληνικού Κράτους από συμβατικές υποχρεώσεις του και δη επείγουσας φύσεως, ως επονομάζεται το προτεινόμενο νομοσχέδιο, αλλά και το εν λόγο άρθρο 6 για τα θέματα του Υπουργείου Δικαιοσύνης, που να αφορά είτε στο αρχικό Μνημόνιο είτε στο Μνημόνιο Συνεννόησης για τις συγκεκριμένες προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής (επικαιροποιημένο μνημόνιο) και στην εφαρμογή του Μεσοπροθέσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2012-2015». Ειδικότερα, οι υποχρεώσεις του Ελληνικού Κράτους, καθ’ ο μέρος αφορούν στην άρση των περιορισμών για τα κλειστά επαγγέλματα, εξειδικευόμενες κυρίως στην άρση των περιττών περιορισμών για ελάχιστη αμοιβή και τη κατάργηση των γεωγραφικών περιορισμών, έχουν θεσπισθεί με την ψήφιση του Ν.3919/2011. Μετά δε τη κατάργηση των γεωγραφικών περιορισμών κάθε δικηγόρος, είτε ασκώντας ελεύθερη δικηγορία, είτε αποτελώντας μέλος οποιασδήποτε δικηγορικής εταιρείας με έδρα σε οποιοδήποτε Πρωτοδικείο της χώρας, μπορεί να ασκήσει δικηγορία σε οποιοδήποτε δικαστήριο της χώρας. Με τον Ν. 3919/2011 δηλαδή έχουν ικανοποιηθεί οι απαιτήσεις για την άσκηση της ελευθερίας εγκατάστασης των παροχών υπηρεσιών και την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, που απορρέουν από την Οδηγία 2006/123 σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά, η οποία έχει ενσωματωθεί στο Ελληνικό Δίκαιο με τον Ν.3844/2010. Επιπλέον, ισχύει η ειδικότερη Οδηγία 98/5/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου περί διευκόλυνσης της μόνιμης άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος στην Ελλάδα από δικηγόρους που απέκτησαν τον επαγγελματικό τους τίτλο σε άλλο Κράτος-Μέλος της Ε.Ε., η οποία έχει ενταχθεί στο Ελληνικό Δίκαιο με το Π.Δ. 152/2000.

γ) Τέλος θα πρέπει να σημειωθεί ότι έχει ήδη συσταθεί στο Υπουργείο Δικαιοσύνης Νομαπαρασκευαστική Επιτροπή για την αναμόρφωση του Κώδικα Δικηγόρων, στο σύνολό του. Συνεπώς, δεν είναι κατανοητό να γίνεται τροποποίηση του Κώδικα Δικηγόρων σε άσχετο νομοσχέδιο, χωρίς μάλιστα να ληφθεί υπ’ όψιν προγενέστερα η ομόφωνη θέση της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας. Η αποσπασματική, μάλιστα, τροποποίηση διατάξεων του Κώδικα Δικηγόρων, μέσω των προτεινόμενων διατάξεων, θα έχει ως άμεσο αποτέλεσμα την ύπαρξη αντικρουόμενων διατάξεων μέσα στο ίδιο κείμενο.

3. ΣΥΜΒΑΤΟΤΗΤΑ ΥΠΑΡΧΟΝΤΟΣ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟΥ ΚΑΘΕΣΤΩΤΟΣ ΜΕ ΤΟ ΕΝΩΣΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
Στο σχέδιο νόμου (όπως και στο ήδη υπάρχον δίκαιο) προβλέπεται ότι η ίδρυση υποκαταστήματος της εταιρίας στην αλλοδαπή θα γίνεται σύμφωνα και με το Εθνικό Δίκαιο της χώρας υποδοχής, όπως ορίζει και το Ενωσιακό Δίκαιο (Ειδική Οδηγία 98/5/ΕΚ, περί διευκόλυνσης της μόνιμης άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος στην Ελλάδα από δικηγόρους που απέκτησαν τον επαγγελματικό τους τίτλο σε άλλο Κράτος-Μέλος της Ε.Ε.).
Η οδηγία 98/5/ΕΚ δηλαδή παρέχει το δικαίωμα σε κάθε κοινοτικό δικηγόρο να εγκατασταθεί σε άλλο κράτος-μέλος, εγγραφόμενος σε κάποιον σύλλογο, τηρώντας όμως τους νόμους του κράτους υποδοχής. Η οδηγία αυτή δεν δίνει απόλυτο δικαίωμα σε δικηγορικές εταιρείες ενός κράτους-μέλους να εγκατασταθούν ή να δημιουργήσουν υποκαταστήματα σε άλλο κράτος-μέλος. Βασική προϋπόθεση είναι η εγγραφή του κοινοτικού δικηγόρου στην αρμόδια αρχή (π.χ. τους δικηγορικούς συλλόγους τόσο στην Ελλάδα όσο και σε όλες τις άλλες χώρες, με εξαίρεση την Αγγλία, όπου υπάρχει μία κρατική Ρυθμιστική Αρχή). Σύμφωνα δηλαδή με το κοινοτικό δίκαιο η ίδια η εταιρία δεν έχει δικαίωμα εγκατάστασης ή ίδρυσης υποκαταστήματος σε άλλο κράτος-μέλος, αλλά αυτό επιτυγχάνεται μόνο με την αρχική εγκατάσταση/εγγραφή σε σύλλογο άλλου κράτους-μέλους μεμονωμένων κοινοτικών δικηγόρων που είναι ήδη μέλη της ίδιας εταιρείας στο κράτος-μέλος καταγωγής και επιθυμούν να παρέχουν τις υπηρεσίες τους στο κράτος υποδοχής με τη μορφή υποκαταστήματος της εν λόγω εταιρίας (άρθρο 11 της Οδηγίας).  Κατά συνέπεια σε όλα τα κράτη-μέλη, η εγκατάσταση των κοινοτικών δικηγόρων και η εταιρική άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος διέπεται από το εθνικό δίκαιο του κάθε κράτους-μέλους, το οποίο όμως είναι σχεδόν πανομοιότυπο σε όλα τα κράτη-μέλη. Έτσι μία ελληνική δικηγορική εταιρία μπορεί να ιδρύσει υποκατάστημα στο εξωτερικό, αφού πρώτα εγκατασταθούν μόνιμα τα μέλη της στο κράτος-μέλος και εγγραφούν σε τοπικό σύλλογο, σύμφωνα με την οδηγία, και στη συνέχεια ζητήσουν από τον δικηγορικό σύλλο άδεια να ασκούν το επάγγελμά τους στο κράτος-μέλος υποδοχής, με τη μορφή υποκαταστήματος της Ελληνικής εταιρίας, τηρώντας πάντοτε τις διατάξεις του νόμου του κράτους υποδοχής.
Συνεπώς, όσο δεν υφίσταται υποχρέωση από το Ενωσιακό Δίκαιο για την ίδρυση των «πολυτοπικών» δικηγορικών εταιριών, δημιουργεί τουλάχιστον πολλά ερωτηματικά από πού ωθείται η Ελληνική Κυβέρνηση να εισαγάγει την εν λόγω διάταξη και ποιους εν τέλει εξυπηρετεί η συγκεκριμένη διάταξη, αν όχι τους δικηγόρους.
Η Ολομέλεια των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος, στην  επιστολή της Γενικής Διεύθυνσης Εσωτερικής Αγοράς και Υπηρεσιών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία αφορά στους ενδεχόμενους περιορισμούς στην ελεύθερη εγκατάσταση των Δικηγορικών Εταιρειών στην Ελλάδα, μετά την υιοθέτηση του Ν.3919/2011, και τη συμβατότητά τους με τα άρθρα 49 της ΣΛΕΕ και της Οδηγίας 2006/123/ΕΚ, εξέφρασε τις απόψεις της και τις απέστειλε στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, το οποίο προς τιμήν του και τις αποδέχθηκε.
Ειδικότερα επισημάνθηκαν τα εξής:
Ι. Περιορισμοί ίδρυσης δικηγορικής εταιρίας από δικηγόρους μέλη διαφορετικών δικηγορικών συλλόγων της Ελλάδας
-Στο ερώτημα αν είναι συμβατή με το δίκαιο της Ένωσης η απαγόρευση ίδρυσης δικηγορικής εταιρίας από Έλληνες δικηγόρους που είναι εγγεγραμμένοι σε διαφορετικούς συλλόγους της Ελλάδας, η απάντηση είναι ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Ενωσιακό Δίκαιο δεν εφαρμόζεται σε δραστηριότητες, οι οποίες δεν παρουσιάζουν κανένα στοιχείο σύνδεσης με κάποια από τις καταστάσεις που εμπίπτουν στο δίκαιο της Ένωσης και των οποίων όλα τα στοιχεία περιορίζονται στο εσωτερικό ενός και μόνου κράτους μέλους.  Η ήδη υπάρχουσα πρόβλεψη του άρθρου 6 παρ.1 ν.3919/2011 άπτεται αποκλειστικώς του τρόπου άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος στην Ελλάδα και κατά τούτο δεν παρουσιάζει διασυνοριακό στοιχείο, που να δικαιολογεί την εξέταση της εθνικής αυτής ρύθμισης υπό το πρίσμα του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τούτο είναι σύμφωνο και με την υπ’ αριθμ. 7 αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 98/5/ΕΚ, σύμφωνα με την οποία, «[…] η παρούσα οδηγία, σύμφωνα με τους σκοπούς της, αποφεύγει να ρυθμίσει αμιγώς εσωτερικές καταστάσεις και δεν θίγει τους επαγγελματικούς κανόνες παρά μόνο στο μέτρο που είναι απαραίτητο για να επιτύχει πραγματικά τον στόχο της». Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, οι αιτιολογικές σκέψεις μίας οδηγίας, όπως διατυπώνονται στο προοίμιό της, αποτελούν καθοριστικό στοιχείο της ερμηνείας της, στο βαθμό που διευκρινίζουν τη βούληση του κοινοτικού νομοθέτη.
-Στο ερώτημα αν είναι συμβατή με το δίκαιο της Ένωσης η απαγόρευση ίδρυσης δικηγορικής εταιρίας από δικηγόρους κρατών μελών της Ένωσης με Έλληνες δικηγόρους που είναι εγγεγραμμένοι σε διαφορετικούς συλλόγους της Ελλάδας, ως η απαγόρευση αυτή προκύπτει από την ερμηνεία του άρθρου 1 παρ. 1 του Π.Δ. 81/2005, όπως τροποποιήθηκε δυνάμει του άρθρου 6 παρ. 1 του Ν. 3919/2011, η απάντηση είναι ότι  η ανωτέρω περίπτωση παρουσιάζει μεν κατ’ επίφαση διασυνοριακό ενδιαφέρον, καθώς αναφέρεται σε δικηγόρους προερχόμενους από άλλα κράτη μέλη της Ένωσης, άπτεται, όμως και της εσωτερικής έννομης τάξης, καθώς ερωτάται αν είναι δυνατή η συμμετοχή σε μία τέτοια δικηγορική εταιρία Ελλήνων δικηγόρων, εγγεγραμμένων σε διαφορετικούς δικηγορικούς συλλόγους της Ελλάδας, πλην όμως στη πράξη δεν υπάρχει τέτοια παραβίαση στην προκειμένη περίπτωση, διότι η ανωτέρω διάταξη της ελληνικής νομοθεσίας ουδόλως απαγορεύει σε δικηγόρους προερχόμενους από άλλα κράτη μέλη τη δυνατότητα να ιδρύσουν στην Ελλάδα δικηγορική εταιρία σε οποιοδήποτε μέρος της Ελλάδας επιθυμούν. Η ελληνική νομοθεσία θέτει περιορισμό μόνον ως προς τους Έλληνες εταίρους της δικηγορικής αυτής εταιρίας. Ως προς αυτούς, υφίσταται η πρόβλεψη ότι θα πρέπει να προέρχονται από τον ίδιο δικηγορικό σύλλογο. Αυτή η πρόβλεψη, όμως, συνιστά αμιγώς ρύθμιση εσωτερικού δικαίου, η οποία εκφεύγει του πεδίου εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν ανωτέρω, χωρίς να επηρεάζει τον πυρήνα της ελευθερίας εγκατάστασης.
Τυχόν κατάργηση της ρύθμισης αυτής ως προς τους Έλληνες δικηγόρους θα ήταν άνευ πρακτικού αποτελέσματος για την ενωσιακή έννομη τάξη. Δυνάμει του άρθρου 44 του Κώδικα Δικηγόρων, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 5 του Ν. 3919/2011, ένας δικηγόρος, μέλος δικηγορικής εταιρίας, έχει το δικαίωμα να ασκεί το λειτούργημά του τόσο στην περιφέρεια του δικηγορικού συλλόγου του οποίου είναι μέλος όσο και στην περιφέρεια άλλων δικηγορικών συλλόγων. Επομένως, το αν τα μέλη της δικηγορικής αυτής εταιρίας προέρχονται από τον ίδιο ή διαφορετικούς δικηγορικούς συλλόγους είναι αδιάφορο, καθώς θα μπορούν να παρέχουν τις υπηρεσίες τους οπουδήποτε στην Ελλάδα, άνευ οιουδήποτε τινός περιορισμού.
Περαιτέρω, σημειώνεται ότι η ανωτέρω ρύθμιση της εθνικής νομοθεσίας ρυθμίζει τον τρόπο άσκησης των δραστηριοτήτων των δικηγόρων συλλογικά στο κράτος υποδοχής και κατά τούτο, είναι σύμφωνη με το άρθρο 11 παρ. 3 της οδηγίας 98/5/ΕΚ. Κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 11 της οδηγίας 98/5/ΕΚ, το οποίο φέρει τον τίτλο «Συλλογική άσκηση του επαγγέλματος», το κράτος μέλος υποδοχής, λαμβάνει τα μέτρα που απαιτούνται για να καταστεί δυνατή η συλλογική άσκηση του επαγγέλματος μεταξύ πολλών δικηγόρων, οι οποίοι προέρχονται από διαφορετικά κράτη μέλη. Σύμφωνα με την ίδια διάταξη, «Οι λεπτομέρειες σύμφωνα με τις οποίες οι δικηγόροι αυτοί ασκούν τις δραστηριότητές τους συλλογικά στο κράτος μέλος υποδοχής διέπονται από τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις του εν λόγω κράτους μέλους».

ΙΙ. Απαγόρευση δημιουργίας υποκαταστημάτων από δικηγορικές εταιρίες στην Ελλάδα
Τίθεται το ερώτημα αν είναι συμβατή με το δίκαιο της Ένωσης η απαγόρευση δημιουργίας υποκαταστημάτων από ελληνικές δικηγορικές εταιρίες στην Ελλάδα, ως η απαγόρευση αυτή προκύπτει από την ερμηνεία του άρθρου 1 παρ. 2 του Π.Δ. 81/2005, όπως τροποποιήθηκε δυνάμει του άρθρου 6 παρ. 1 του Ν. 3919/2011, σύμφωνα με τα οποία, μία δικηγορική εταιρία μπορεί να ιδρύει υποκαταστήματα στην αλλοδαπή, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις της νομοθεσίας της Ένωσης και της νομοθεσίας του εκάστοτε κράτους υποδοχής και  εξ αντιδιαστολής προκύπτει ότι μία Ελληνική δικηγορική εταιρία δεν μπορεί να ιδρύσει υποκατάστημα στην Ελλάδα. Μία τέτοια απαγόρευση, όμως, δεν διαθέτει διασυνοριακό ενδιαφέρον για την Ένωση, για τους ίδιους λόγους, δηλαδή περί της μη εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης σε αμιγώς εσωτερικές καταστάσεις.
Η επιδίωξη διασφάλισης της ανεξαρτησίας του δικηγορικού επαγγέλματος αποτελεί την αιτιολογική βάση της απαγόρευσης ίδρυσης υποκαταστημάτων από δικηγορικές εταιρίες στην Ελλάδα, η οποία ερείδεται στη δομή και στον τρόπο άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος στην Ελλάδα.
Συγκεκριμένα, η δομή του δικηγορικού επαγγέλματος στην Ελλάδα βασίζεται στην παροχή των δικηγορικών υπηρεσιών από μεμονωμένους δικηγόρους. Τούτο συνάγεται και από τα σχετικά στατιστικά στοιχεία, από τα οποία προκύπτει ότι, μόνο στο Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών, επί συνόλου 21.502 δικηγόρων, οι 20.529 είναι αυτοτελώς απασχολούμενοι και μόνο οι 973 είμαι μέλη δικηγορικών εταιρειών. Σημειώνεται δε ότι οι δικηγορικές εταιρείες Αθηνών ανέρχονται μόλις σε 318. Από τους λοιπούς δικηγορικούς συλλόγους της Ελλάδας, προκύπτει ότι επί συνόλου 16 δικηγορικών συλλόγων, λειτουργούν μόλις 3 δικηγορικές εταιρείες. Επί συνόλου περίπου 2.500 δικηγόρων στους δικηγορικούς αυτούς συλλόγους, μόνο οι 7 είναι μέλη των ως άνω 3 δικηγορικών εταιρειών. Η δομή αυτή του δικηγορικού επαγγέλματος έχει επιβληθεί, κατ’ ανάγκην και από τις γεωγραφικές ιδιαιτερότητες της Ελλάδας. Έτσι λοιπόν, αν και μεγάλο τμήμα του πληθυσμού της Ελλάδας κατοικεί στα μεγάλα αστικά κέντρα της Κεντρικής και Νότιας Ελλάδας, υπάρχει δικηγορική κάλυψη του συνόλου της Ελλάδας, η οποία περιλαμβάνει απομακρυσμένες αγροτικές και ορεινές περιοχές, καθώς και εκτεταμένα νησιωτικά συμπλέγματα. Αυτές οι γεωγραφικές ιδιαιτερότητες της ελληνικής επικράτειας έχουν διαμορφώσει το χαρακτήρα της άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος στην Ελλάδα, το οποίο χαρακτηρίζεται από μία εγκατεσπαρμένη όσο και αυτοτελή άσκησή του.
Η ανωτέρω δομή του δικηγορικού επαγγέλματος στην Ελλάδα διασφαλίζει μία παροχή υπηρεσιών η οποία είναι ανεξάρτητη έναντι πιέσεων, ασκουμένων τόσο από άλλους επαγγελματικούς χώρους όσο και από τον ίδιο επαγγελματικό χώρο. Η απαγόρευση ίδρυσης υποκαταστημάτων αποσκοπεί στη διατήρηση, ακριβώς, της ανεξάρτητης παροχής υπηρεσιών από τους δικηγόρους στην Ελλάδα.
Το γεγονός ότι τέτοιες απαγορεύσεις δεν υπάρχουν, ενδεχομένως, σε άλλα κράτη μέλη δεν αρκεί για να ανατρέψει τις ανωτέρω παρατηρήσεις. Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, η νομοθεσία κράτους μέλους δεν αποτελεί περιορισμό κατά την έννοια των Συνθηκών της Ένωσης απλώς και μόνον επειδή άλλα κράτη μέλη εφαρμόζουν λιγότερο περιοριστικούς ή οικονομικά ελκυστικότερους κανόνες σε όσους παρέχουν παρόμοιες υπηρεσίες και είναι εγκατεστημένοι στο έδαφός τους.

4. ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΕΣ ΑΝΤΙΡΡΗΣΕΙΣ
α. Ανατρέπεται η πρωτοδικειακή οργάνωση του Δικηγορικού Λειτουργήματος (ένα Πρωτοδικείο-ένας Δικηγορικός Σύλλογος-μια εγγραφή στα μητρώα ενός δικηγορικού συλλόγου). Και τούτο διότι τα «εξωχώρια» μέλη της πολυπλόκαμης εταιρίας θα είναι εγγεγραμμένοι σε δύο ταυτόχρονα δικηγορικούς συλλόγους. Στον Δικηγορικό Σύλλογο,  στα μητρώα του οποίου είναι ατομικά εγγεγραμμένοι, και στον Δικηγορικό Σύλλογο της έδρας της εταιρίας, στην οποία θα ανήκουν και τα υποκαταστήματα της εταιρίας (μετά την υπό ψήφιση τροποποίηση). Τούτο, όμως, θα δημιουργήσει πολλαπλά προβλήματα παράλληλων αρμοδιοτήτων (επικάλυψη αρμοδιοτήτων) και σε καταστάσεις σύγκρουσης συμφερόντων.  Περαιτέρω, υπάρχει δυνητικά ο κίνδυνος της «οικονομικής αφαίμαξης» ιδίως των μικρών δικηγορικών περιφερειακών συλλόγων (αφού τα εξωχώρια μέλη δεν δύνανται να ασκούν ατομική δικηγορία και οι ΑΠΥ εκδίδονται από τον διαχειριστή της εταιρίας και, συνεπώς, οι υποχρεωτικές εισφορές θα αποδίδονται στον «οικείο δικηγορικό σύλλογο» που είναι ο Δικηγορικός Σύλλογος της έδρας της εταιρίας). Τέλος, θα δημιουργηθεί το προδήλως άτοπο αποτέλεσμα τα «εξωχώρια» μέλη της διασυλλογικής δικηγορικής εταιρίας να ασκούν όλα τα δικαιώματά τους στον Δικηγορικό Σύλλογο στον οποίο είναι ατομικά εγγεγραμμένοι (δικαίωμα του εκλέγειν, του εκλέγεσθαι, συμμετοχή στον διανεμητικό λογαριασμό και στο ΛΕΑΔ του Δικηγορικού Συλλόγου κλπ.), χωρίς όμως να συνεισφέρουν οικονομικά σ΄ αυτόν. Μ΄ άλλα λόγια οι Δικηγορικοί Σύλλογοι θα απαρτίζονται πλέον από οικονομικά ανενεργά μέλη με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ύπαρξή τους. Συνεπώς, η προτεινόμενη ρύθμιση άγει σε προδήλως άτοπα αποτελέσματα και βαίνει πέραν του επιδιωκόμενου νομοθετικού σκοπού και ως εκ τούτου αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας.
β. Η υποβάθμιση του ρόλου των δικηγόρων, ως άμισθων δημόσιων λειτουργών, συμμετόχων στην απονομή της Δικαιοσύνης, αλλά και η άνιση μεταχείριση των δικηγόρων με τους άλλους συγγενείς κλάδους των συμβ/φων και των δικαστικών επιμελητών, συνεχίζεται μέσω της προτεινόμενης διάταξης. Στους συμβολαιογράφους και τους δικαστικούς επιμελητές απαγορεύεται η σύσταση διασυλλογικών εταιριών και υποκαταστημάτων αυτών διότι είναι δημόσιοι λειτουργοί (οι συμβ/φοι) και δημόσιοι λειτουργοί που ασκούν επικουρικό της δικαιοσύνης έργο (οι δικαστικοί επιμελητές). Εξ αντιδιαστολής έπεται ότι οι Δικηγόροι δεν είναι άμισθοι δημόσιοι λειτουργοί και δεν συμβάλουν στην απονομή της δικαιοσύνης ή, τουλάχιστον, είναι «άμισθοι δημόσιοι λειτουργοί β΄κατηγορίας ή β΄διαλογής». Οι Δικηγόροι, όμως, έλκουν τη λειτουργηματική τους ιδιότητα από το Σύνταγμα, την ΕΣΔΑ και τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε., ενώ οι δικαστικοί επιμελητές και οι συμβ/φοι εκ του νόμου. Συνεπώς, είναι πρόδηλη η παράβαση των αρχών της ισότητας και της αναλογικότητας.

5. ΛΟΙΠΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ
α. Με το ήδη ισχύον καθεστώς εξαιρούνται μεν οι ασκούντες την ατομική δικηγορία από την ίδρυση υποκαταστήματος, πρέπει όμως να θεωρηθεί βέβαιο σχεδόν ότι η εξαίρεση αυτή θα αρθεί είτε νομοθετικά είτε δικαστικά, διότι αντίκειται προδήλως στην αρχή της ισότητας αλλά και στους κανόνες του ελεύθερου ανταγωνισμού. Με τα δεδομένα αυτά το άρθρο  57 του Κώδικα Δικηγόρων, με το οποίο προβλέπεται ότι «Ο δικηγόρος υποχρεούται να διατηρεί γραφείο στην έδρα του συλλόγου στον οποίο ανήκει» πρέπει να θεωρείται πλέον τυπικά νεκρό (σε ότι αφορά τις εταιρίες) και de facto σε ότι αφορά τους ασκούντες την ατομική δικηγορία.
Ουσιαστικά δηλαδή, ρυθμίζοντας το ζήτημα της ίδρυσης υποκαταστημάτων εκ μέρους των δικηγορικών εταιρειών, ανοίγει και το ζήτημα της ίδρυσης δεύτερης εγκατάστασης των μεμονωμένων δικηγόρων και όλα τα παραπάνω θα πρέπει να ιδωθούν υπό το πρίσμα της κατάργησης της γενικής απαγόρευσης της διαφήμισης των δικηγόρων.
β. Δίνεται η δυνατότητα να ιδρυθούν υποκαταστήματα δικηγορικών εταιρειών για την εξυπηρέτηση ενός συγκεκριμένου σκοπού (π.χ. την ανάληψη κάποιου μεγάλου έργου ιδίως στην περιφέρεια ή την ανάληψη πολλαπλών δικών π.χ. με αντικειμένο απαλλοτριώσεις κ.λπ. σε συγκεκριμένο τόπο) και για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, αφού μετά το πέρας του έργου δεν θα υπάρχει λόγος συνέχισης της λειτουργίας του υποκαταστήματος.
γ. Βεβαίως και σημαντικότερο όλων, η δημιουργία υποκαταστημάτων εκ μέρους των δικηγορικών εταιρειών, σε άλλα πρωτοδικεία, εκτός της έδρας της εταιρείας, χωρίς καμία δέσμευση ή περιορισμό, θα έχει ως άμεσο αποτέλεσμα τη δημιουργία μονοπωλίων παροχής υπηρεσιών, αφού θα δίνεται η δυνατότητα να ιδρύονται υποκαταστήματα, χωρίς μάλιστα την απαραίτηση στελέχωση του υποκαταστήματος από δικηγόρο, με την επιγραφή της επωνυμίας της Εταιρίας, σε όλη την Ελλάδα, σε βάρος τόσο του ελεύθερου ανταγωνισμού και της ελεύθερης παροχής των υπηρεσιών, όσο και του συμφέροντος των ελλήνων πολιτών. Στο ίδιο πλαίσιο, η μαζική ένταξη τοπικών δικηγόρων σε εταιρίες, με έδρα σε άλλη πόλη, δύναται να παρακωλύσει ουσιωδώς την αποτελεσματική πρόσβαση του πολίτη στην απονομή της δικαιοσύνης, καθώς δεν θα καθίσταται ευχερές να ανευρεθεί δικηγόρος κατάλληλος να παραστεί για λογαριασμό του σε υποθέσεις έναντι ισχυρών αντιδίκων, στους οποίους κατά κανόνα προσφέρουν τις υπηρεσίες τους οι ανωτέρω εταιρίες.
δ. Τέλος, οι προαναφερθείσες ρυθμίσεις, που δεν εισάγουν καμία δέσμευση ή περιορισμό στην ίδρυση εταιρειών, διευκολύνουν ακόμη περισσότερο την ίδρυση εταιριών με εικονική συμμετοχή μελών τους (π.χ. με ποσοστό συμμετοχής 1%), που συνιστώνται αποκλειστικώς για σκοπούς αποκόμισης φορολογικών ωφελειών.       

6. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Οι προτεινόμενες διατάξεις:
Α) Άπτονται αποκλειστικώς της εσωτερικής οργάνωσης του δικηγορικού λειτουργήματος στην Ελλάδα, αφού δεν διαθέτουν κανένα στοιχείο σύνδεσης με κάποια από τις καταστάσεις που εμπίπτουν στο δίκαιο της Ένωσης, οι δε ισχύουσες διατάξεις του ν.3919/2011 είναι απόλυτα συμβατές με το άρθρο 49 της ΣΛΕΕ και την οδηγία 2006/123/ΕΚ.
Β) Αλλοιώνουν και απαξιώνουν τον ρόλο του δικηγόρου ως άμισθου δημόσιου λειτουργού, ισότιμου συμμέτοχου στην απονομή της Δικαιοσύνης.
Γ) Και τέλος και κυριώτερα δεν άγουν στο δήθεν επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, δηλαδή είτε στην διευκόλυνση της ελεύθερης εγκατάστασης των δικηγόρων, είτε στη κατάργηση περιορισμών στη παροχή υπηρεσιών, αφού ήδη ο Ν.3919/2011 έχει προβεί στη κατάργηση των γεωγραφικών περιορισμών, αλλά αντίθετα θα δημιουργήσουν μονοπωλιακές καταστάσεις, σε βάρος του συμφέροντος των ελλήνων πολιτών και την δυνατότητα προσφυγής τους στη Δικαιοσύνη.



7. ΠΡΟΤΑΣΗ
Να αποσυρθούν οι διατάξεις των παρ.3 και 4 του άρθρου 6 του σχεδίου νόμου και σε κάθε περίπτωση να τύχουν επεξεργασίας μόνο μέσω της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής της αναμόρφωσης του Κώδικα των Δικηγόρων στο σύνολό του.


Α.ΚΩΔΙΚΑΣ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗΣ

Σας επισημαίνουμε ότι διαφωνούμε με την προτεινόμενη ρύθμιση, στο μέτρο και το βαθμό που διαφοροποιείται με το κατατεθέν, από την Ολομέλεια Δικηγορικών Συλλόγων προς το καθ’ύλην αρμόδιο Υπουργείο Δικαιοσύνης,  ήδη από την 12.9.2011, σχέδιο προεδρικού διατάγματος για την διαφήμιση των δικηγόρων.
Η προσθήκη ρυθμίσεων, όπως η διαφήμιση δικηγόρων σε εφημερίδες και περιοδικά, καθώς και η ονομαστική αναφορά των πελατών δικηγόρων, τις οποίες προβλέπει το υπό ψήφιση κείμενο, έρχονται σε ευθεία αντίθεση όχι μόνο με την ιστορία και τις παραδόσεις του δικηγορικού λειτουργήματος στη χώρα μας αλλά και με την ισχύουσα νομοθεσία περί διαφύλαξης του δικηγορικού απορρήτου και των ισχυόντων κωδίκων δεοντολογίας.
Η επιλογή της μονομερούς τροποποίησης του υποβληθέντος από την Ολομέλεια σχεδίου π.δ. είναι μάλλον ατυχής, δεδομένου ότι αυτό το κείμενο, το οποίο κατ’ εξοχήν αφορά τους ίδιους τους δικηγόρους,  ενεκρίθη ομόφωνα από το σύνολο των εκπροσώπων των δικηγόρων, αφού έτυχε επεξεργασίας από ειδικές επιστημονικές επιτροπές δικηγορικών συλλόγων και εξετάσθηκαν οι αντίστοιχες ρυθμίσεις άλλων ευρωπαϊκών χωρών, υποβλήθηκε δε εδώ και τέσσερεις μήνες προς  το Υπουργείο Δικαιοσύνης χωρίς να μας γνωστοποιηθεί οποιαδήποτε διαφωνία.
Θεωρούμε λοιπόν ορθότερο, λόγω των ως άνω αναφερομένων προβλημάτων που δημιουργεί το υπό ψήφιση κείμενο,  να υιοθετηθούν οι εξής αλλαγές:
Αρθ. 6§1 (αρθρο 38Α ν. 3026/1954)
Στη παρ.§2 του άρθρου 38Α (δεύτερη γραμμή): να απαλειφθούν οι λέξεις που επιτρέπουν τη διαφήμιση των δικηγόρων «…στις εφημερίδες ή στα περιοδικά…»
Στη παρ.§3 του άρθρου 38Α να διαγραφεί από το εδάφιο (ε) η φράση «….εκτός αν υπάρχει η συναίνεσή τους…» και να τεθεί «να περιέχει ονόματα πελατών ακόμα και με τη συναίνεσή τους».


Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ

ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΔΑΜΟΠΟΥΛΟΣ



Πέμπτη 12 Ιανουαρίου 2012

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑΣ (11-1-2012)

ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ ΠΡΟΕΔΡΩΝ
ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΩΝ ΣΥΛΛΟΓΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ



  • Η Ολομέλεια των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος διατυπώνει καταρχάς την έντονη αντίθεσή της στο σχέδιο νόμου που κατατέθηκε στη Βουλή και επιγράφεται «σ/ν για τη δίκαιη δίκη και την αντιμετώπιση φαινομένων αρνησιδικίας». Τούτο διότι επιχειρεί δήθεν να λύσει ένα υπαρκτό μεν πρόβλημα, αυτό της βραδύτητας στη διαδικασία απονομής της Δικαιοσύνης, παραγνωρίζοντας ωστόσο ότι αυτό αποτελεί πρωτίστως πρόβλημα έλλειψης προσωπικού και υλικοτεχνικών υποδομών. Κινούμενο στη βάση της γνωστής μνημονιακής λογικής, καταλήγει να αντιμετωπίζει το ζήτημα της καθυστέρησης στη διαδικασία απονομής της Δικαιοσύνης με τρόπο «λογιστικό», περικόπτοντας - καταργώντας δίκες, παραγράφοντας αδικήματα και υποθέσεις και αυξάνοντας τα όρια άσκησης ένδικων μέσων, κατά τρόπο που ουσιαστικά τα καταργεί. Θεσπίζει επίσης πρωτοφανείς οικονομικές επιβαρύνσεις (όπως είναι η καθιέρωση τόκων επιδικίας) - προβληματικές και ασύμβατες με το δικαιικό μας σύστημα και το μέχρι σήμερα υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο - εισάγει νέα αυξημένα παράβολα υπέρ του Δημοσίου σε όλες τις εκφάνσεις της διαδικασίας (πολιτικής, ποινικής και διοικητικής), αποτρέποντας στην πραγματικότητα τον πολίτη από την άσκηση του δικαιώματος πρόσβασης στη Δικαιοσύνη, που αποτελεί τον πυρήνα της δίκαιης δίκης, όπως αυτό ειδικότερα θεμελιώνεται στο Σύνταγμα, στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, στο Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε, στο Διεθνές Σύμφωνο για τα ατομικά δικαιώματα και στη νομολογία του Ευρωπαικού Δικαστηρίου για τα δικαιώματα του Ανθρώπου.
    Παράλληλα, η μετάθεση αρμοδιοτήτων από τα Πρωτοδικεία στα Ειρηνοδικεία, αναμένεται όχι να επιλύσει αποτελεσματικά το πρόβλημα αλλά απλώς και μόνο να οδηγήσει σε χωροταξική ανακατανομή του. Από την άλλη πλευρά, δεν πρέπει να μας διαφεύγει πως οι πολυμελείς συνθέσεις των Δικαστηρίων σε επίπεδο Εφετείου, που φαίνεται πλέον σχεδόν να απαξιώνονται, αποτελούν εγγύηση δίκαιης δίκης, τεκμηριωμένης δικανικής κρίσης, προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των Δικαστικών λειτουργών και, κατά συνέπεια, κάθε παραμερισμός τους αυξάνει τους κινδύνους αθέμιτων πιέσεων σε βάρος και των πολιτών και της ποιότητας της απονεμόμενης Δικαιοσύνης. Επιπρόσθετα, η «πταισματοποίηση» συγκεκριμένων πλημμελημάτων καταλήγει να αποτελεί υποβάθμιση του επιπέδου της παρεχόμενης προστασίας στον πολίτη, αυξάνοντας τα ενδεχόμενα ραγδαίας διάπραξης τέτοιων αδικημάτων.

  • Περαιτέρω, με θλίψη διαπιστώνουμε πως για ακόμα μία φορά ο Δικηγορικός κλάδος στοχοποιείται αναίτια ως δήθεν προνομιούχος και προωθούνται ρυθμίσεις «έξωθεν» επιβαλλόμενες και πλήρως ασύμβατες με τη φύση του Δικηγορικού λειτουργήματος. Η πρόσφατη απόπειρα του αρμόδιου Υπουργείου να εντάξει τη σχετική με το καθεστώς ίδρυσης και λειτουργίας δικηγορικών εταιριών ρύθμιση σε πράξη νομοθετικού περιεχομένου - ως δήθεν περίπτωση εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης -, η οποία εντέλει εγκαταλείφθηκε υπό το κράτος έντονων αντιδράσεων σημαντικής μερίδας κυβερνητικών παραγόντων που εξέφρασαν ενώπιον του Υπουργικού Συμβουλίου τη σχετική επιχειρηματολογία τους, επανέρχεται εκ νέου στο προσκήνιο αυτή τη φορά υπό το μανδύα διάταξης νόμου, η οποία αποτελεί τμήμα μιας σειράς διατάξεων που φέρουν τον άκρως παραπλανητικό τίτλο «Ρυθμίσεις επειγόντων θεμάτων Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων». Τα μόνα επείγοντα που μπορούν να χαρακτηρίζουν την εν λόγω νομοθετική πρωτοβουλία είναι η προσπάθεια υπέρβασης των εύλογων και νομικά τεκμηριωμένων αντιδράσεων της Δικηγορικής κοινότητας και η ύπαρξη εξωθεσμικών πιέσεων εκ μέρους των δανειστών μας, οι οποίοι έχουν πλέον - de facto και υπό την ανοχή δυστυχώς της πολιτικής ηγεσίας του τόπου - υποκαταστήσει σχεδόν πλήρως και κατά τρόπο συνταγματικά ανεπίτρεπτο τη νομοθετική και εκτελεστική εξουσία, έχοντας πια αποφασιστικό ρόλο σε κάθε κρατική πρωτοβουλία την οποία υπαγορεύουν όλως ανερυθρίαστα και δίχως προσχήματα. Επί της ουσίας της προωθούμενης - και πάλι εν κρυπτώ και παραβύστω - ρύθμισης, ο Δικηγορικός κλάδος εκφράζει και πάλι την από καιρό κατατεθείσα διαφωνία του, διατυπώνοντας εκ νέου τη νομικά τεκμηριωμένη άποψή του περί απόλυτης συμβατότητας του σχετικού με τις Δικηγορικές εταιρίες μέχρι σήμερα υφιστάμενου νομοθετικού πλαισίου προς τη Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία έχει ήδη γίνει μάλιστα αποδεκτή και από το καθ'ύλην και θεσμικά αρμόδιο Υπουργείο Δικαιοσύνης. Παράλληλα, εκφράζουμε τον έντονο προβληματισμό μας για την πρακτική χρησιμότητα και τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα της εν λόγω νομοθετικής μεταρρύθμισης, η οποία - κατά πλήρη βεβαιότητα - αναμένεται να συντελέσει όχι στην πολυδιαφημισμένη προσπάθεια «απελευθέρωσης» του Δικηγορικού επαγγέλματος (νοούμενης, πάντως και όπως έχουμε επανειλημμένα τονίσει, κατά τρόπο στρεβλό και πλήρως αναντίστοιχο με την ελληνική πραγματικότητα), αλλά στην ενθάρρυνση της διαμόρφωσης ανισοτήτων αποκλειστικά και μόνο υπέρ των ολίγων και οικονομικά ισχυρών Δικηγορικών γραφείων, σε βάρος συναδέλφων - κυρίως νεοεισερχόμενων στο χώρο - κατά τρόπο που θα ισοδυναμεί με πλήρη και απαράδεκτη υπαλληλοποίησή τους, ενεργώντας εντέλει προς την κατεύθυνση της αποτροπής της απελευθέρωσης και του περιορισμού του ελεύθερου ανταγωνισμού, προς όφελος συμφερόντων πολυεθνικών εταιριών. Σε κάθε περίπτωση, επισημαίνουμε για ακόμη μία φορά προς κάθε αρμόδιο θεσμικό παράγοντα πως πρωτοβουλίες, όπως είναι η προαναφερθείσα, τυγχάνουν πλήρως ασύμβατες με τη φύση του Δικηγορικού λειτουργήματος και ισοδυναμούν με μία απαράδεκτη και συνταγματικά ανεπίτρεπτη εξίσωσή του με τη συνήθη εμπορική δραστηριότητα, κατά τρόπο που παραγνωρίζει την ιδιότητα του Δικηγόρου όχι ως ενός απλού ελεύθερου επαγγελματία, αλλά ως συλλειτουργού στην απονομή της Δικαιοσύνης.

  • Πέραν αυτών, η Δικηγορική κοινότητα της χώρας εκφράζει την έντονη θεσμική ανησυχία της για την αιφνιδιαστική και εν κρυπτώ προώθηση της ψήφισης νέων φορολογικών διατάξεων (προφανώς εξωθεσμικής σύλληψης), υπό τη διαδικασία μάλιστα του κατεπείγοντος - δίχως ωστόσο να πληρούνται στην πραγματικότητα οι προϋποθέσεις της εν λόγω διαδικασίας - και χωρίς να έχει προηγηθεί ουσιαστική διαβούλευση με κάθε αρμόδιο θεσμικό παράγοντα, πολλώ δε μάλλον με τις επαγγελματικές ομάδες που - κατά πληροφορίες - θίγονται από τις ως άνω διατάξεις. Επισημαίνουμε για ακόμα μία φορά πως η αναγκαία αναμόρφωση του φορολογικού συστήματος της χώρας δεν είναι δυνατό να επιτευχθεί μέσω νομοθετημάτων αποσπασματικού χαρακτήρα και αμφίβολης αποτελεσματικότητας, τα οποία μάλιστα στερούνται συγκεκριμένης στόχευσης και - κατά γενική ομολογία - κινούνται εκτός των ορίων όχι μόνο της κοινωνικής δικαιοσύνης αλλά και της συνταγματικής νομιμότητας.

  • Επισημαίνουμε, τέλος - εκ νέου και κατά τρόπο κατηγορηματικό - την εντονότατη αντίθεσή μας προς τις ήδη επελθούσες αυξήσεις των καταβλητέων ασφαλιστικών εισφορών, κατά τρόπο που πλήττει σημαντικά τους συναδέλφους (κυρίως τους νέους, οι οποίοι χρήζουν ειδικής και προσεκτικής μεταχείρισης από το νομοθέτη και, πιο συγκεκριμένα, εξαίρεσης από τις εν λόγω αυξήσεις), ειδικά σε μια περίοδο ραγδαίας συρρίκνωσης της δικηγορικής ύλης και, κατά συνέπεια των εισοδημάτων τους. Κατόπιν αυτών, καλούμε το αρμόδιο Υπουργείο να μελετήσει προσεκτικά την επιχειρηματολογία μας επί των ανωτέρω ζητημάτων και να αποσύρει - έστω και την ύστατη στιγμή - τις εν λόγω ρυθμίσεις, ως ελάχιστη έμπρακτη ένδειξη σεβασμού όχι μόνο προς το Δικηγορικό κλάδο, αλλά κυρίως προς τους θεσμούς και τη συνταγματική νομιμότητα, οι οποίοι υπονομεύονται από την απαξίωση κάθε έννοιας διαλόγου σε θεσμικό επίπεδο και την παράλληλη ύπαρξη προειλημμένων αποφάσεων και πρόθεσης επιβολής ρυθμίσεων αποκλειστικά και μόνο εξωθεσμικής σύλληψης και προέλευσης. Επί του προαναφερθέντος πλαισίου, η Ολομέλεια των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας - κατά τη συνεδρίασή της στην Αθήνα την 11-1-2012 - αποφάσισε ομόφωνα τη συνέχιση της αποχής μέχρι και την Τρίτη 17 Ιανουαρίου, ημερομηνία κατά την οποία θα συγκληθεί εκ νέου η Συντονιστική Επιτροπή των Προέδρων για επανεκτίμηση της κατάστασης.

    Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ Δ. ΑΔΑΜΟΠΟΥΛΟΣ

  • ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΚΑΒΑΛΑΣ

    Τροποποίηση και Συμπλήρωση του Κανονισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας του Διοικητικού Πρωτοδικείου
    Καβάλας (ΦΕΚ Β 3109/30-12-2011)

    Τετάρτη 11 Ιανουαρίου 2012

    ΠΑΡΑΤΑΣΗ ΑΠΟΧΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ ΕΩΣ ΤΡΙΤΗ 17-1-2012

    Με απόφαση της Ολομέλειας Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδας, η αποχή των δικηγόρων από τα καθήκοντά τους παρατείνεται έως την Τρίτη 17-1-2012, ημέρα ψήφισης στη Βουλή του επίμαχου νομοσχεδίου.

    Τρίτη 10 Ιανουαρίου 2012

    Σύγκληση Ολομέλειας δικηγόρων για το ν/σ του υπ. Δικαιοσύνης

    Η συντονιστική επιτροπή των προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας, η οποία συνήλθε σήμερα στην Αθήνα, αποφάσισε τη σύγκληση της Ολομέλειας των προέδρων μεθαύριο, (Τετάρτη), στις 9 π.μ., στα γραφεία του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών (Ακαδημίας 60).
    Τα μοναδικά θέματα που θα απασχολήσουν την Ολομέλεια είναι το πολυνομοσχέδιο του υπουργείου Δικαιοσύνης για την επιτάχυνση απονομής της Δικαιοσύνης και το περαιτέρω «άνοιγμα» των δικηγορικών εταιρειών.
    www.kathimerini.gr με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ

    Ανησυχίες Ευρωπαίων δικηγόρων για τις μεταρρυθμίσεις στο δικηγορικό επάγγελμα

    Στις ανησυχίες που έχουν εκφράσει Ευρωπαίοι και Αμερικανοί δικηγόροι, μέσω επαγγελματικών οργανώσεών τους, για τις μεταρρυθμίσεις που απαιτεί η Τρόικα, αναφέρεται σημερινό δημοσίευμα του κοινοτικού δελτίου "Agence Europe".

    Σύμφωνα με την "Agence Europe", oι Ευρωπαίοι δικηγόροι, μέσω της διεθνούς οργάνωσής τους (CCBE) καθώς και αμερικανοί, μέσω της αντίστοιχής επαγγελματικής οργάνωσης (ABA), απέστειλαν, στις 21 Δεκεμβρίου, επιστολή στην επικεφαλής του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ, εκφράζοντας την ανησυχία τους σχετικά με τις απαιτούμενες, από την Τρόικα, μεταρρυθμίσεις, που αφορούν το δικηγορικό επάγγελμα στην Ελλάδα, την Ιρλανδία και την Πορτογαλία.

    Οι δύο οργανώσεις τονίζουν ότι οι προωθούμενες μεταρρυθμίσεις απειλούν την ανεξαρτησία του δικηγορικού επαγγέλματος, αλλά και την πρόσβαση του κοινού στην δικαιοσύνη.

    Διευκρινίζουν ότι "δεν εναντιωνόμαστε σε μεταρρυθμίσεις, οι οποίες είναι ενδεχομένως απαραίτητες, ειδικά σε αυτές τις δύσκολες οικονομικές συγκυρίες, αλλά οι παρούσες εξελίξεις ξεπερνούν τον απαραίτητο και δικαιολογημένο χαρακτήρα των μεταρρυθμίσεων και θέτουν βασικά ερωτήματα περί σεβασμού των διεθνών προτύπων".

    Επίσης, παρατηρούν ότι "οι πρωτοβουλίες αυτές ακολουθούν μία καθαρά οικονομική προσέγγιση, χωρίς να υπολογίζουν το λόγο ύπαρξης της επαγγελματικής νομοθεσίας και χωρίς ανάλυση για τις επιπτώσεις που θα φέρουν στην απόδοση της δικαιοσύνης".

    Οι δύο οργανώσεις προσθέτουν ότι οι προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις "είναι ασύμβατες με την ανεξαρτησία του δικηγορικού λειτουργήματος έναντι στην εκτελεστική εξουσία του κράτους, που συνιστά κυρίαρχη αρχή του επαγγέλματος στην Ευρώπη, στις ΗΠΑ και στον υπόλοιπο κόσμο", καταλήγει το δημοσίευμα.
    http://www.express.gr

    Δευτέρα 9 Ιανουαρίου 2012

    ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΗ ΑΠΟΧΗ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ 9/13-1-2012

    Μετά από απόφαση της Συντονιστικής Επιτροπής των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας οι δικηγόροι απέχσουν από τα καθήκοντά τους από την Τρίτη 9-1-2012 έως και την Παρασκευή 13-1-2012 διαμαρτυρόμενοι για την απελευθέρωση εγκατάστασης των δικηγορικών εταιριών.

    Στο ΣτΕ 32 Δικηγορικοί Σύλλογοι, κατά της απελευθέρωσης του επαγγέλματος

    Στο Συμβούλιο της Επικρατείας προσέφυγαν οι 32 από τους 63 Δικηγορικούς Συλλόγους της χώρας και ζητούν να ακυρωθεί η σιωπηρή απόρριψη της αίτησής τους, να εκδοθεί από τους υπουργούς Δικαιοσύνης και Οικονομικών Προεδρικό Διάταγμα με το οποίο θα επανέλθει σε ισχύ το παλαιό νομοθετικό πλαίσιο για την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος, ήτοι  η "διατήρηση σε ισχύ απαιτήσεων του Κώδικα Δικηγόρων και της εν γένει δικηγορικής νομοθεσίας που αφορούν την εδαφική δικηγορική αρμοδιότητα, τον νομοθετικό καθορισμό αμοιβών", να επανέλθει δηλαδή το νομοθετικό καθεστώς που ίσχυε πριν την απελευθέρωση του επαγγέλματός με το Ν. 3919/2011.

    Οι 32 Δικηγορικοί Σύλλογοι που προσέφυγαν στο Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο είναι: 1) Ιωαννίνων, 2) Λάρισας, 3) Σύρου, 4) 'Αρτας, 5) Ρεθύμνου, 6) Δράμας, 7) Κω, 8) Χίου, 9) Γιαννιτσών, 10) Τρικάλων, 11) Καρδίτσας, 12) Λαμίας, 13) Χαλκίδας, 14) Κατερίνης, 15) Καστοριάς, 16) Χαλκιδικής, 17) Κιλκίς, 18) Γρεβενών, 19) Καβάλας, 20) Μεσολογγίου, 21) Κοζάνης, 22) Θηβών, 23) Ευρυτανίας, 24) 'Αμφισσας, 25) Φλώρινας, 26) Θεσπρωτίας, 27) Πρέβεζας, 28) Κέρκυρας, 29) Ροδόπης, 30) Λιβαδειάς, 31) Αλεξανδρούπολής και 32) Καλαμάτας.

    Συγκεκριμένα, οι ανωτέρω Δ.Σ. με την  99 σελίδων προσφυγή τους υποστηρίζουν ότι το άνοιγμα του Δικηγορικού επαγγέλματος είναι αντισυνταγματικό, αντίθετο στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και των ελληνικών δικαστηρίων. Γι' αυτό το λόγο ζητούν την επαναφορά του προϊσχύοντος νομοθετικού πλαισίου για την άσκηση του επαγγέλματός τους ήτοι να επανέλθουν οι περιορισμοί που αφορούν:

    1) Στην εδαφική - γεωγραφική αρμοδιότητα των Δικηγόρων 2) Στην απαγόρευση δημιουργίας πολλαπλής επαγγελματικής εγκατάστασης (ίδρυση  Δικηγορικών Εταιρειών με περισσότερες περιφέρειες), 3) Στην απαγόρευση ίδρυσης πολυεπαγγελματικών εταιρειών (Δικηγορική Εταιρεία που θα συμμετέχουν και μη Δικηγόροι), 4) Στην απαγόρευση σύστασης κεφαλαιουχικών δικηγορικών εταιρειών (Δικηγορικές Εταιρείες υπό την μορφή Α.Ε., Ε.Π.Ε) και 5) στον υποχρεωτικό νομοθετικό προσδιορισμό των ελάχιστων δικηγορικών αμοιβών.
    www.lawnet.gr

    ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ ΣΥΝΤΟΝΙΣΤΙΚΗΣ ΠΡΟΕΔΡΩΝ ΤΩΝ Δ.Σ. ΔΕΥΤΕΡΑ 9-1-2012 ΚΑΙ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ ΠΡΟΕΔΡΩΝ ΤΕΤΑΡΤΗ 11-1-2012;

    Σύμφωνα με ανεπιβεβαίωτες, ακόμη, πληροφορίες, συνεδριάζει σήμερα 9-1-2012 η Συντονιστική Επιτροπή Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδας δεδομένης της κατάθεσης του Πολυνομοσχεδίου στη Βουλή και της ενδεχόμενης ψήφισής του μέχρι την Παρασκευή 13-1-2012. Ακολουθεί έκτακτη συνεδρίαση της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων την Τετάρτη 11-1-2012. Σύμφωνα με μη επιβεβαιωμένη πληροφορία, η πρόταση - εισήγηση αφορά σε αποχή των Δικηγόρων πανελλαδικά από 10-1-2011. Στο πολυνομοσχέδιο περιλαμβάνονται διατάξεις για την πλήρη "απελευθέρωση" εγκατάστασης δικηγορικών εταιριών σε όλη την επικράτεια, την αποσύνδεση των εισφορών και των κρατήσεων από τις τετραπλότυπες αποδείξεις, την πλήρη "απελευθέρωση" της διαφήμισης των δικηγόρων κ.α. Θα ακολουθήσει πλήρης ενημέρωση μόλις επιβεβαιωθούν οι πληροφορίες.

    Τετάρτη 4 Ιανουαρίου 2012

    Υπόμνημα της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών σχετικά με το σχεδίου νόμου «για τη δίκαιη δίκη και την αντιμετώπιση φαινομένων αρνησιδικίας»


    Αξιότιμε κύριε Υπουργέ,
    Στα πλαίσια της διαβούλευσης επί του σχεδίου νόμου «για τη δίκαιη δίκη και την αντιμετώπιση φαινομένων αρνησιδικίας» υποβάλουμε τις παρακάτω παρατηρήσεις με την ελπίδα ότι θα συμβάλλουμε στην καλύτερη αντιμετώπιση των προβλημάτων της δικαιοσύνης γενικά και της διοικητικής δικαιοσύνης ειδικότερα.


    Α. ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
    α) Η υπαρκτή ανάγκη ταχείας δικαιοσύνης δεν είναι συνταγματικώς επιτρεπτό να οδηγεί σε ουσιώδη περιστολή του δικαιώματος των πολιτών σε παροχή πλήρους δικαστικής προστασίας από δικαστήρια με ανεξάρτητους και αμερόληπτους δικαστές, που υποχρεούνται να εκδίδουν ειδικώς και εμπεριστατωμένως αιτιολογημένες δικαστικές αποφάσεις, ούτε σε ουσιώδη περιστολή άλλων ατομικών δικαιωμάτων. Το αίτημα πρέπει να είναι: Ορθή και ταχεία απονομή δικαιοσύνης και όχι απλώς ταχεία απονομή «δικαιοσύνης». Η ταχεία απονομή δικαιοσύνης πρέπει να επιδιώκεται με μέσα που δεν υποβαθμίζουν την ποιότητα. Το επίπεδο ποιότητας του δικαιοδοτικού έργου που έχει σήμερα επιτευχθεί από τα δικαστήρια αποτελεί επίπεδο που δεν πρέπει για κανένα λόγο να υποβαθμίζεται. Ούτε και για λόγους ταχύτερης απονομής δικαιοσύνης.
    β) Η τροποποίηση πολλών και ουσιωδών διατάξεων σχετικών με την απονομή, την οργάνωση και τη λειτουργία της δικαιοσύνης και τους κανονισμούς των δικαστηρίων, με επείγουσες διαδικασίες, χωρίς να ληφθεί υπόψη προηγουμένως η γνώμη των ολομελειών των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων (τουλάχιστον των μεγάλων Δικαστηρίων της Χώρας), καθιστά τις εισαγόμενες διατάξεις προβληματικές από πλευράς συνταγματικότητας. Το όργανο της Πολιτείας, στο οποίο ανήκει η νομοθετική πρωτοβουλία πρέπει τυπικά να ζητεί, αλλά και ουσιαστικά να επιζητεί τις απόψεις των ολομελειών των δικαστηρίων (βλέπε συναφώς πρακτικό 1/2008 Ολομελείας ΣτΕ σκέψεις 1-4). Και βέβαια οι ουσιαστικές διατάξεις περί επιτάχυνσης της δικαιοσύνης πρέπει να νομοθετούνται με κάποια άνεση χρόνου και όχι με επείγουσες διαδικασίες
    γ) Η διατύπωση του τίτλου εμπεριέχει, σημειολογικά, μία αρνητική στάση έναντι των δικαστών ˙ ενώ, για την καθυστέρηση εκδίκασης των διοικητικών διαφορών, το ποσοστό ευθύνης των δικαστών είναι το μικρότερο σε σχέση με άλλους παράγοντες, όπως κατ΄ επανάληψη έχει αναπτυχθεί. Συνεπώς, οι δικαστές δεν πρέπει να μετατραπούν σε αυτόματους γραφείς αποφάσεων με διεκπεραιωτικό χαρακτήρα και περιεχόμενο, χωρίς δικαιώματα, χωρίς δεδομένο και ασφαλές υπηρεσιακό καθεστώς, σύμφωνα με την αρχή της αξιοκρατίας, χωρίς οικογενειακή ζωή, χωρίς ευκαιρίες επιμόρφωσης και φυσικά, χωρίς δικαστική προστασία, την οποία απολαμβάνουν όλοι οι πολίτες, ημεδαποί και αλλοδαποί.

    Β. ΠΑΡΑΤΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΤΙΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ
    1) ΄Αρθρο 43 : Τεκμήριο ομολογίας βάσης ισχυρισμών του αιτούντος λόγω μη αποστολής των στοιχείων του φακέλου από τη διοίκηση.
    Φρονούμε, ότι είναι επικίνδυνη η διάταξη, διότι υπάρχει πιθανότητα διαφθοράς με συμπαιγνία της διοίκησης και μη αποστολή του φακέλου. Εξάλλου, για κάθε υπόθεση υπάρχουν κρίσιμα στοιχεία (φύση της σχέσης που συνδέει τον ιδιώτη διάδικο με το Δημόσιο ή το ΝΠΔΔ αντίδικο) που πρέπει να βεβαιώνονται από τη Δημόσια Αρχή για την αποφυγή σοβαρών λαθών. Εκτιμούμε, ότι ορθότερες είναι οι ρυθμίσεις του άρθρου 129 του ΚΔΔ, όπως ισχύουν.
    2) ΄Αρθρο 47 : Με τις προτεινόμενες διατάξεις μεταφέρεται ύλη φορολογικών διαφορών α΄ βαθμού από το τριμελές διοικητικό εφετείο στο μονομελές διοικητικό εφετείο και από το τριμελές διοικητικό πρωτοδικείο στο μονομελές διοικητικό πρωτοδικείο. Επίσης, μεταφέρονται εφέσεις του μονομελούς διοικητικού εφετείου στο τριμελές διοικητικό πρωτοδικείο. Οι ρυθμίσεις έχουν ως αποτέλεσμα την ελάφρυνση των τριμελών σχηματισμών και την επιβάρυνση των μονομελών σχηματισμών (πρωτοδικείου και εφετείου).
    Πρέπει να παρατηρηθεί ότι την τελευταία τριετία οι επεμβάσεις του νομοθέτη στη διάταξη είναι υπερβολικά συχνές και καταλήγουν άσκοπες, αφού κάθε φορά δεν μεσολαβεί ικανό διάστημα, ώστε να διαφανούν τα αποτελέσματα της επιχειρούμενης αλλαγής. Η διάταξη τροποποιήθηκε με το ν.3659/2008, χωρίς να καταλαμβάνονται οι εκκρεμείς υποθέσεις και κατόπιν με το ν.3900/2010, ο οποίος κατέλαβε τις εκκρεμείς υποθέσεις κατά την έναρξη ισχύος του. Με την επιχειρούμενη αλλαγή θα επέλθει εκ νέου σημαντική μετατόπιση υποθέσεων μεταξύ των διοικητικών δικαστηρίων, χωρίς να προκύπτει ανάγκη νέας ρύθμισης, αφού οι ρυθμίσεις του ν.3900/2010 δεν έχουν ακόμα παράξει πλήρως αποτελέσματα. Πρέπει να σημειωθεί ότι, όπως συνέβη και με το πρώτο διάστημα εφαρμογής του ν.3900/2010, θα ανατραπεί ο προγραμματισμός του προσδιορισμού των Δικαστηρίων, αφού προσδιορισμένες υποθέσεις θα πρέπει να παραπεμφθούν στο αρμόδιο Δικαστήριο (για παράδειγμα ολόκληρο το πινάκιο των φορολογικών υποθέσεων της Τριμελούς σύνθεσης στο Πρωτοδικείο, θα πρέπει να παραπεμφθεί στη Μονομελή σύνθεση), επιφέροντας ακόμα περισσότερη καθυστέρηση στην εκδίκασή τους. Εξάλλου, η κατάργηση της τριμελούς σύνθεσης στις φορολογικές υποθέσεις αντιστρατεύεται την κοινή νομική λογική που θέτει το μονομελές δικαστήριο να χειρίζεται τις υποθέσεις ελάσσονος ενδιαφέροντος, ώστε να εξοικονομούνται πόροι για την εκδίκαση των σημαντικότερων υποθέσεων από την τριμελή σύνθεση. Η ρύθμιση που επιχειρείται με το άρθρο 47 του σχεδίου νόμου δεν δικαιολογείται ούτε από το σκοπό του νόμου (σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση), δεδομένου ότι τα σκοπούμενα αποτελέσματα έχουν ήδη επέλθει με τις προηγούμενες τροποποιήσεις.
    3) ΄Αρθρο 51 : Αντικατάσταση του άρθρου 126 Α του Κ.Δ.Δ.
    Με την εισαγόμενη διάταξη δημιουργείται μια διαδικασία εκδίκασης υποθέσεων στην ουσία τους (δεκτών ή απορριπτικών), παράλληλη με αυτήν της εκδίκασης στο ακροατήριο και χωρίς τις αντίστοιχες εγγυήσεις. Παράλληλα, προβλέπεται ότι ο ηττώμενος διάδικος μπορεί με αίτησή του και με μικρή οικονομική επιβάρυνση να ζητήσει την εισαγωγή της υπόθεσης σε συζήτηση στο ακροατήριο. Στην αιτιολογική έκθεση σημειώνεται ότι «Με την πρόβλεψη αυξημένης δαπάνης ελπίζεται ότι οι διάδικοι (ιδιώτες ή δημόσιο) θα αποθαρρύνονται από το να ζητούν την συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο και η διαδικασία αυτή θα συντελέσει στην επιτάχυνση των δικών».
    Πέραν της περίπου βέβαιης επιβάρυνσης των πινακίων με υποθέσεις που θα έχουν ήδη εκδικαστεί σε διαδικασία σε συμβούλιο, εκτιμούμε ότι δύσκολα το Δημόσιο, που ασκεί καταχρηστικά ή ακόμα και απαράδεκτα (λόγου ποσού) ένδικα μέσα σε όλους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, θα αποθαρρυνθεί από το να ζητά τη συζήτηση των υποθέσεων, στις οποίες ηττάται, και στο ακροατήριο. Με την ως τώρα ακολουθούμενη τακτική, θα επέλθει κατασπατάληση δικαστικών πόρων με τη διπλή εκδίκαση υποθέσεων από το ίδιο Δικαστήριο στο πλαίσιο δύο διαφορετικών διαδικασιών. Το αποτέλεσμα θα είναι αντί της επιτάχυνσης, πρόσθετη καθυστέρηση, εκτός αν η διαδικασία δεν τύχει (ευρείας) εφαρμογής. Τέλος, η δυνατότητα εισαγωγής τους στο ακροατήριο αναιρεί τόσο τον επιδιωκόμενο σκοπό της ταχείας επίλυσής τους, όσο και της οριστικοποίησης του αποτελέσματός τους.
    4) Άρθρο 52 : Υποχρέωση του εισηγητή να συντάσσει σε ηλεκτρονική μορφή το σχέδιο για δημοσίευση και το πρωτότυπο της δικαστικής απόφασης (δηλαδή και την πρώτη σελίδα).
    Η διάταξη καθιστά τους δικαστές (όσους δεν έχουν ικανότητα, αλλά ούτε και υποχρέωση χειρισμού η/υ) υπόχρεους να συντάσσουν σε ηλεκτρονική μορφή το σχέδιο και το πρωτότυπο της δικαστικής απόφασης. Υποβαθμίζει τους δικαστές σε δακτυλογράφους χειριστές η/υ και επιβαρύνει το χρόνο συνολικής απασχόλησης τους για την έκδοση δικαστικών αποφάσεων. Εξάλλου, με την προτεινόμενη ρύθμιση καταργείται η διαδικασία δημοσίευσης των αποφάσεων, δεδομένου ότι με την ισχύουσα διάταξη προβλέπεται ότι «3.Η απόφαση δημοσιεύεται από το σχέδιο, απαγγέλλεται δε σε δημόσια συνεδρίαση του δικαστηρίου» ˙ ενώ με την προτεινόμενη ότι «Ο δικαστής παραδίδει το πρωτότυπο της απόφασης σε ηλεκτρονική μορφή με το περιεχόμενο που προβλέπεται στο επόμενο άρθρο. Η απόφαση απαγγέλλεται σε δημόσια συνεδρίαση». Από πουθενά δεν προκύπτει σε ποιο στάδιο και με ποιο περιεχόμενο δημοσιεύεται η δικαστική απόφαση (βλ. άρθρο 192 παρ. 1 γ «1. Η δικαστική απόφαση είναι ανυπόστατη : α)…..β)….γ)αν αυτή δεν δημοσιεύτηκε…»).

    Γ.ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΤΟΝ ΚΩΔΙΚΑ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ
    1) ΄Αρθρο 87 : Κανονισμοί των Δικαστηρίων.
    Με την παρ.1 του άρθρου αυτού τροποποιείται η παρ.4 του άρθρου 17 του ν.1756/1988, ως προς τη σύνταξη των Κανονισμών των Δικαστηρίων και αφενός διευρύνεται ο κύκλος των προσώπων που δικαιούνται να ζητήσουν τη σύνταξη, τροποποίηση κλπ., των Κανονισμών, αφετέρου δίδεται απόλυτη διακριτική ευχέρεια στις ολομέλειες των Ανωτάτων Δικαστηρίων για την τροποποίηση, συμπλήρωση ή ακύρωση αυτών, ακόμα και χωρίς σχετικό αίτημα του Υπουργού Δικαιοσύνης ή των υπολοίπων προσώπων που ορίζονται στην παρ. 1 του άρθρου. Επειδή, όμως, η έννοια της δικαστικής ανεξαρτησίας περιλαμβάνει και την «εσωτερική ανεξαρτησία» των δικαστικών λειτουργών, από τα Ανώτατα Δικαστήριο του κλάδου τους, νομίζουμε ότι θα έπρεπε να διαμορφωθεί διαφορετικά το άρθρο αυτό. ΄Ετσι, προτείνουμε να καταρτίζονται οι Κανονισμοί από την Ολομέλεια των οικείων Δικαστηρίων, όπως ισχύει σήμερα, και να προβλεφθεί δικαίωμα προσφυγής στην Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου του οικείου κλάδου, από τον Υπουργό Δικαιοσύνης, ή τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παρ.1 του νομοσχεδίου, ώστε να είναι κάθε φορά οριοθετημένο το αντικείμενο της διαφωνίας και να προωθούνται οι όποιες αλλαγές των Κανονισμών με διαφάνεια.
    2) ΄Αρθρο 90 παρ.1 : Κωλύματα εντοπιότητας
    Με αυτή την παράγραφο τροποποιείται, επί το δυσμενέστερο, η διάταξη της παρ.4 του άρθρου 42, σύμφωνα με την οποία εξαιρούνται από τα κωλύματα εντοπιότητας οι Δικαστικοί Λειτουργοί που υπηρετούν σε μεγάλα αστικά κέντρα. ΄Ετσι, το κώλυμα εντοπιότητας καταλαμβάνει πλέον και τις πόλεις του Βόλου, της Ρόδου, των Χανίων και των Ιωαννίνων. Το δε κώλυμα της παρ.5 του ιδίου άρθρου (δικηγόρος, σύζυγος ή συγγενής έως δεύτερου βαθμού), διατηρείται, παρά το ότι πλέον το επάγγελμα του δικηγόρου απελευθερώνεται από τοπικούς περιορισμούς και εκλείπουν έτσι οι δικαιολογητικοί λόγοι θέσπισης του συγκεκριμένου κωλύματος. ΄Αποψη του Δ.Σ. της Ενωσής μας είναι, ότι ο νομοθέτης πρέπει να κινηθεί σε αντίστροφη κατεύθυνση και να διευρύνει τον κύκλο των πόλεων, με εξαίρεση των κωλυμάτων εντοπιότητας, σύμφωνα και με τη νέα δομή των Καλλικρατικών Δήμων και τα δεδομένα της πρόσφατης απογραφής. Πρόσθετο επιχείρημα δίνει και η οικονομική επιβάρυνση, με τις δεδομένες οικονομικές συνθήκες, για τη συντήρηση επιπλέον κατοικίας, από Δικαστικούς Λειτουργούς που λόγω κωλύματος δεν μπορούν να υπηρετούν στις πόλεις από τις οποίες κατάγονται ή είναι εγκατεστημένοι και ειδικά στις πόλεις που η προτεινόμενη ρύθμιση περιλαμβάνει. Με βάση τα παραπάνω, προτείνουμε την εξαίρεση από το κώλυμα εντοπιότητας των πόλεων Κέρκυρας, Μυτιλήνης, Κομοτηνής και Αλεξανδρούπολης. Αυτό θα επιτρέψει σε ένα μεγάλο αριθμό δικαστών, μεγαλύτερο από ότι σήμερα, να εγκατασταθεί σε «δυσπρόσιτες» περιοχές και θα περιορίσει τα αιτήματα μεταθέσεων, ενώ θα επιτρέπει και στους νέους δικαστικούς λειτουργούς να κοινωνικοποιούνται και να δημιουργούν οικογένεια σ΄ αυτές τις περιοχές, με προφανή ευεργετικά αποτελέσματα για την ποιότητα του δικαιοδοτικού τους έργου.
    Συμπερασματικά, η εντοπιότητα ως κώλυμα δεν θα έπρεπε να υπάρχει για δικαστές, εφόσον οι τελευταίοι σέβονται το λειτούργημά τους και δεδομένου ότι στον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας προβλέπεται διαδικασία αυτοεξαίρεσης όσο και αίτησης εξαίρεσης. Αν δεν έχουν το αναγκαίο ήθος και σθένος, δεν είναι κατάλληλοι για δικαστές, πρέπει να κρίνονται, να μετατίθενται ή και να απολύονται, με βάση τις ισχύουσες διατάξεις.
    3) ΄Αρθρο 90 παρ.2 : ΄Αδεια ανατροφής τέκνου.
    Σε αντίθεση με τα ισχύοντα στον Υπαλληλικό Κώδικα, όπου ο γονέας υπάλληλος λαμβάνει άδεια ανατροφής τέκνου εννέα (9) μηνών (άρθρο 53 του ν.3528/2007), ο Δικαστής – γονέας δικαιούται μόνο πέντε (5)μήνες. Το γεγονός αυτής της διαφοροποίησης δημιουργεί πρόδηλο ζήτημα αντισυνταγματικότητας της σχετικής ρύθμισης. Πρότασή μας είναι να αναμορφωθεί η παρ.21 του άρθρου 44 ν.1756/1988 ως εξής : «Στο γονέα δικαστικό λειτουργό χορηγείται, με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και ύστερα από αίτησή του, άδεια εννέα (9) μηνών με αποδοχές για ανατροφή παιδιού, κατά τις διατάξεις που ισχύουν για τους πολιτικούς διοικητικούς υπαλλήλους του κράτους». Αυτό λύνει, δια παραπομπής, επιτυχώς, όλα τα ανακύπτοντα ζητήματα.
    4) ΄Αρθρο 91 : .Μισθός, περικοπή για καθυστέρηση.
    Με το άρθρο αυτό προβλέπεται περικοπή αποδοχών με πράξη του δικαστικού λειτουργού που διευθύνει το δικαστήριο σε περίπτωση δικαστή που συζητά μη ικανό αριθμό υποθέσεων, σε περίπτωση αδικαιολόγητης καθυστέρησης παραδόσεως σχεδίων αποφάσεων και δικογραφιών, μη συμμετοχής στις συνεδριάσεις, μη εκτέλεσης υπηρεσίας. Η πράξη περικοπής αποτελεί δυσμενές στοιχείο για την προαγωγή του δικαστή. Και εκδίδεται, κατ΄ αρχήν, από τον δικαστή που διευθύνει το δικαστήριο. Υπόκειται δε σε προσφυγή ενώπιον του οικείου Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου, η οποία όμως δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα. Δεν πρόκειται για την απλή περικοπή αποδοχών ανάλογη του άρθρου 43 του Κώδικα Πολιτικών Υπαλλήλων. Διότι αυτή αποτελεί περικοπή του μισθού για υπαίτια μη παροχή υπηρεσίας, κυρίως όταν ο υπάλληλος υπαιτίως απουσιάζει αυθαιρέτως και δεν παρέχει την υπηρεσία του εντός του καθορισμένου από την υπηρεσία ωραρίου εργασίας του. Αντίθετα, ο δικαστής δεν έχει ωράριο, ασκεί τα καθήκοντά του με βάση τη βαρύτητα των υποθέσεων, απασχολείται και πέραν του ωραρίου λειτουργία των δικαστηρίων, χρεώνεται με βάση ενδεικτικό αριθμό υποθέσεων. Κατά συνέπεια, στις περισσότερες περιπτώσεις, είναι δύσκολο να προσδιορισθεί τι αποτελεί αδικαιολόγητη μη παροχή υπηρεσίας από τον δικαστή και ποιος μισθός αναλογεί στην υπαίτια αυτή καθυστέρηση. Εκ τούτων, καταφαίνεται ότι η εισαγόμενη ρύθμιση δεν αποτελεί απλή περικοπή αποδοχών. Πρόκειται στην ουσία για καθιδρυόμενο ειδικό πειθαρχικό παράπτωμα (αδικαιολόγητη υπαίτια μη εκτέλεση υπηρεσιακού καθήκοντος), με συνέπεια την επιβολή ως πειθαρχικής ποινής α)την περικοπή των αποδοχών και β)την έμμεση στέρηση του δικαιώματος προαγωγής (η πράξη αποτελεί «δυσμενές στοιχείο για την προαγωγή»). Οι διατάξεις αυτές α)δεν είναι ορισμένες, εφόσον δεν προβλέπουν πως καθορίζεται το ύψος των περικοπτομένων αποδοχών (π.χ. Πόσες υποθέσεις πρέπει να συζητήσει ο δικαστής και εντός ποίου διαστήματος (μηνός, έτους) για να θεωρείται ότι έχει συζητήσει «μη ικανό αριθμό» υποθέσεων; Η μη συμμετοχή σε μια και μόνη συνεδρίαση του δικαστηρίου αρκεί για να περικοπούν οι αποδοχές τους; Η περικοπή αφορά μόνο την μη συμμετοχή του στη συγκεκριμένη ημέρα κλπ); Εκτιμούμε, ότι ο έμμεσος, πλην σαφής, πειθαρχικός χαρακτήρας των διατάξεων επιβάλλει την τήρηση των αρχών του πειθαρχικού δικαίου και ειδικότερα του πειθαρχικού δικαίου των δικαστών (άρθρα 90 έως 107 ν.1756/1988). Συνεπώς, οι διατάξεις αυτές δεν πρέπει να γίνουν δεκτές. Το πειθαρχικό δίκαιο των δικαστών έχει συγκεκριμένες και σαφείς διατάξεις για το παράπτωμα της αδικαιολόγητης καθυστέρησης στην εκτέλεση των καθηκόντων, καθώς και για τα κριτήρια του χαρακτηρισμού της καθυστέρησης ως αδικαιολόγητης, όπως επίσης και για το ειδικό παράπτωμα της μη έκδοσης απόφασης μέσα σε 8 μήνες από τη συζήτηση και την συνεπεία τούτου αφαίρεση της δικογραφίας (άρθρο 91 παρ.3 δ΄και θ΄ του ν.1756/1988). Προβλέπει ποιος ασκεί την πειθαρχική δίωξη (άρθρο 99) και με ποιού την αναφορά, ειδικώς δε για τους προϊσταμένους των δικαστηρίων ορίζει ότι «προϊστάμενοι δικαστηρίων ή εισαγγελιών μόλις λάβουν γνώση ότι δικαστικός λειτουργός που υπηρετεί στο δικαστήριο ή στην εισαγγελία της οποίας προΐστανται, διέπραξε πειθαρχικό παράπτωμα για το οποίο δεν έχουν αρμοδιότητα δίωξης, οφείλουν να το ανακοινώσουν στο αρμόδιο όργανο για την άσκηση πειθαρχικής δίωξης και να διαβιβάσουν τα σχετικά στοιχεία» (άρθρο 99 παρ. 5). Ορίζει επίσης τα αρμόδια για την επιβολή της πειθαρχικής ποινής όργανα, σε πρώτο και δεύτερο βαθμό, (σύμφωνα και με τις διατάξεις του άρθρου 91 του Συντάγματος) και ότι η προθεσμία της έφεσης και η άσκηση αυτής έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα (άρθρο 95 και 105 παρ.3). (Βλέπε επίσης και τα άρθρα 107 και 108 του παρόντος νομοσχεδίου με τα οποία τροποποιούνται διατάξεις του άρθρου 91, 98 και 99 του ν.1756/88).
    Οι προτεινόμενες διατάξεις είναι περιττές. Οι προϊστάμενοι των δικαστηρίων μπορεί και πρέπει να ζητούν την δίωξη των δικαστών που καθυστερούν στην εκτέλεση των καθηκόντων τους, σύμφωνα με τις σχετικές περί πειθαρχικού δικαίου διατάξεις. Η τυχόν παράλειψη αποτελεί και γι΄ αυτούς πειθαρχικό παράπτωμα. Ενδεχομένως θα πρέπει να ορισθεί, ότι τα πειθαρχικά παραπτώματα εκκαθαρίζονται σε σύντομες προθεσμίες π.χ. Όχι πέραν του έτους. Περικοπή αποδοχών μπορεί να εισαχθεί, ως απλό μέτρο αφαίρεσης του μισθού για την εργασία που υπαιτίως δεν παρασχέθηκε, μόνο όταν καθορίζεται συγκεκριμένος τρόπος υπολογισμού του μισθού που αναλογεί στην υπαίτια μη εκτέλεση υπηρεσίας και πρέπει να περικόπτεται σε συγκεκριμένη περίπτωση.
    5) ΄Αρθρο 93 : Εκπαιδευτικές άδειες.
    Με αυτό το άρθρο μεταβάλλονται τα σχετικά με την χορήγηση στους δικαστικούς λειτουργούς εκπαίδευσης άδειας στην αλλοδαπή. Ενώ (και σωστά) αυξάνεται το έτος ηλικίας από το 45ο στο 55ο για τη χορήγηση της άδειας αυτής, καταργείται η παρ.15 του άρθρου 46 του ν.1756/1988 που προέβλεπε τη δυνατότητα χορήγησης εκπαιδευτικών αδειών για την παρακολούθηση Μεταπτυχιακών Προγραμμάτων σε Νομική Σχολή της ημεδαπής. Αυτή η δυνατότητα παρέχεται, βέβαια, στους δημοσίους υπαλλήλους (άρθρο 58 του ν.3528/2007). Διαφωνούμε με την προτεινόμενη ρύθμιση και προτείνουμε την διατήρηση του θεσμού της εκπαιδευτικής άδειας ημεδαπής, με προσαρμογή του έτους ορίου στο 55ο, κατά τα ανωτέρω ρυθμιζόμενα για τις άδειες αλλοδαπής.
    6) ΄Αρθρο 94 : Προαγωγές
    Μέχρι τώρα για να προαχθεί δικαστής στον ανώτερο βαθμό αρκούσε η κρίση κατ΄εκλογή προακτέος. Με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις α)στο βαθμό του Προέδρου Εφετών και άνω οι προαγωγές γίνονται κατ΄απόλυτη εκλογή. Προάγονται δηλαδή μόνο εκείνοι που έχουν εξαιρετικά προσόντα. Επομένως παραλείπονται όλοι εκείνοι που δεν έχουν εξαιρετικά προσόντα. β)Για τις προαγωγές μέχρι του βαθμού του εφέτη το 20% των θέσεων καταλαμβάνουν οι έχοντες εξαιρετικά προσόντα και το 80% των θέσεων καταλαμβάνουν οι κατέχοντες τα προσόντα σε ικανό βαθμό για να ανταποκριθούν στον ανώτερο βαθμό. Αυτό σημαίνει ότι αν δεν υπάρχουν υποψήφιοι με εξαιρετικά προσόντα σε αριθμό του 20% των θέσεων παραμένουν κάποιες θέσεις κενές. Η οι κρίσεις προχωρούν μέχρι να βρεθούν υποψήφιοι με εξαιρετικά προσόντα. Οπότε έχομε παραβίαση της σειράς αρχαιότητας. Με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις επίσης δεν προάγεται στον επόμενο βαθμό ο δικαστής που καθυστερεί αδικαιολόγητα τη δημοσίευση και θεώρηση των αποφάσεων. Θεωρείται δε αδικαιολόγητη καθυστέρηση α)όταν η απόφαση δεν δημοσιεύεται σε έξι μήνες από τη συζήτηση, β)προκειμένου περί ασφαλιστικών μέτρων όταν δεν εκδίδεται σε ένα μήνα (από πότε) γ)προκειμένου για θεώρηση όταν αυτή γίνεται πέρα από ένα μήνα (από την παράδοση από τη γραμματεία προς θεώρηση).
    Είναι σημαντικό να τονιστεί, ότι στην πράξη σπανίως το Α.Δ.Σ.Δ.Δ. προάγει στους βαθμούς του Προέδρου Πρωτοδικών Δ.Δ. ή του Εφέτη Δ.Δ. δικαστές «κατ΄απόλυτη εκλογή». Αυτό συμβαίνει διότι αφενός, όλοι οι δικαστικοί λειτουργοί επιλέγονται, κατά τον αρχικό τους διορισμό, μέσα από μια εξαιρετικά αυστηρή και αξιοκρατική διαδικασία επιλογής, η οποία απαιτεί την ύπαρξη των προσόντων αυτών, τα οποία, βελτιώνονται κατά την δικαστική υπηρεσία, μέσα από την τριβή με τις δικαστές υποθέσεις, αφετέρου, διότι δεν είναι εύκολο, λόγω της φύσεως της άσκησης των δικαστικών καθηκόντων και τις ιδιαιτερότητες της δικαστικής υπηρεσίας, να διαπιστωθεί η ύπαρξη των προσόντων αυτών σε τέτοιο βαθμό, ώστε να πραγματοποιείται η προαγωγή «κατ΄ απόλυτη εκλογή» στους βαθμούς αυτούς. Εξάλλου, με δεδομένη την ελληνική πραγματικότητα, είναι πολύ εύκολο να κατηγορηθεί τόσο το Α.Δ.Σ.Δ.Σ. όσο και ο προαγόμενος «κατ΄απόλυτη εκλογή» δικαστής, για έννοια , γεγονός που θα μπορούσε να διασαλεύσει την ηρεμία στο σώμα των διοικητικών δικαστών και να υπονομεύσει την απρόσκοπτη άσκηση των δικαστικών καθηκόντων. Με αυτές τις σκέψεις το Α.Δ.Σ.Δ.Δ. ακολουθεί την ασφαλή οδό της τήρησης της δικαστικής επετηρίδας ακόμα και στις προαγωγές στο βαθμό του Προέδρου Εφετών Δ.Δ. ΄Αλλωστε, για όσους αποδεδειγμένα δεν ασκούν προσηκόντως τα καθήκοντά τους και δημιουργούν προβλήματα στη λειτουργία των Δικαστηρίων, φροντίζει το Α.Δ.Σ.Δ.Δ. να τους παραλείπει από τις προαγωγές και σε ακραίες περιπτώσεις, να τους παύει από δικαστικούς λειτουργούς.
    Συνεπώς : Η διατήρηση του ποσοστού 20% για τις προαγωγές, τουλάχιστον, στο βαθμό του προέδρου πρωτοδικών και του εφέτη δεν εξυπηρετεί την ομαλή λειτουργία των δικαστηρίων. Γι΄ αυτό, φρονούμε ότι η προτεινόμενη ρύθμιση πρέπει να αποσυρθεί και να παραμείνει η ισχύουσα διάταξη ως έχει. Τέλος στην παρ. 9 του άρθρου αυτού προβλέπεται η μη προαγωγή του δικαστή αν δεν έχει εκδώσει απόφαση εντός εξ (6) μηνών. Για λόγους ισονομίας και ενόψει του ότι ως πειθαρχικό παράπτωμα θεωρείται η μη έκδοση απόφασης εντός οκτώ (8) μηνών, φρονούμε ότι τα όρια αυτά πρέπει να εξισωθούν προς τα πάνω, στους 8 μήνες.
    Περαιτέρω, θεωρείται προβληματική η διάταξη της παραγράφου 8, στην οποία αναφέρεται ότι «8. Οι αποφάσεις του οικείου ανωτάτου δικαστικού συμβουλίου και της οικείας ολομέλειας πρέπει, σε κάθε περίπτωση, να είναι πλήρως αιτιολογημένες. Τα μέλη τους μπορούν να στηρίζουν αιτιολογημένα την κρίση τους και στην προσωπική τους αντίληψη ως προς την ικανότητα των κρινομένων για την απονομή της δικαιοσύνης και τα εν γένει προσόντα τους». Κι' αυτό, διότι, οι ενδεχόμενες εξαρτήσεις που θα δημιουργηθούν κατά την προσωπική αξιολογική κρίση καθενός κρινομένου και η διακινδύνευση της εύρυθμης λειτουργίας της Δικαιοσύνης στα θεμέλιά της μέσω της διαδικασίας αυτής, δεν δικαιολογούνται από κανένα δημόσιο συμφέρον, ενώ σε κάθε περίπτωση θα προκαλέσουν την έντονη ανησυχία των συναδέλφων.
    7) ΄Αρθρο 95 : Μεταθέσεις
    Με αυτό το άρθρο θεσπίζεται για πρώτη φορά προϋπόθεση διετούς θητείας για μετάθεση, όχι μόνο των διοικητικών, αλλά και των πολιτικών –ποινικών δικαστών. Έχουμε κατά καιρούς εκφράσει την αντίθεσή μας σ΄ αυτή τη ρύθμιση και εκθέσει πλήρως τους λόγους της αντίθεσής μας (ανατροπή σειράς αρχαιότητας στις μεταθέσεις κλπ).
    Σε κάθε περίπτωση, εφόσον θεσπίζεται υποχρέωση του Α.Δ.Σ. να συνεδριάζει κάθε Ιούνιο, νομίζουμε ότι ο σκοπός της διετούς υπηρεσίας μπορεί να επιτευχθεί με την μείωση του αριθμού των δύο (2) δικαστικών ετών της παραγράφου 2 σε ένα (1). Διαφορετικά, η «διετία» μετατρέπεται αυτομάτως σε «τριετία».
    Τέλος, η παρ.5 του άρθρου 95 είναι πρακτικώς ανεφάρμοστη και δεν πρέπει να εισαχθεί, δεδομένου ότι ο δικαστικός λειτουργός χρεώνεται κάθε μήνα υποθέσεις, και άρα, με την εξαίρεση των περιπτώσεων εκπαιδευτικής ή άλλης άδειας ικανού χρονικού διαστήματος, που διακόπτουν τη χρέωσή του, κανένας δικαστικός λειτουργός δεν μπορεί να έχει παραδώσει το σύνολο των δικογραφιών που χειρίζεται, ενόσω συνεχίζει να υπηρετεί ˙ άλλως, θα πρέπει να μην χρεώνεται υποθέσεις ο μετατιθέμενος δικαστής, σε βάρος όμως της ποσοτικής απόδοσης αυτού.
    8) ΄Αρθρο 99 : Προσφυγή στην Ολομέλεια.
    Με το άρθρο αυτό, επέρχεται μια φαινομενικά επουσιώδης, αλλά, στην πραγματικότητα, σημαντική μεταβολή, ως προς το δικαίωμα δικαστικής προστασίας των δικαστικών λειτουργών για υπηρεσιακά τους θέματα. ΄Ετσι, ενώ οι δικαστικοί λειτουργοί δεν δικαιούνται να ασκήσουν αίτηση ακυρώσεως ή προσφυγή ουσίας στο Συμβούλιο της Επικρατείας για τα υπηρεσιακά τους θέματα, όπως, κατ΄ αντιστοιχία, μπορούν οι μόνιμοι υπάλληλοι του Δημοσίου, δικαιούνται να ασκήσουν προσφυγή στην Ολομέλεια του οικείου Ανωτάτου Δικαστηρίου του κλάδου που υπηρετούν, μόνο όμως υπό την προϋπόθεση ότι θα λάβουν «... τρείς τουλάχιστον ψήφους στο 15μελές Συμβούλιο και δύο στο 11μελές». Με τον τρόπο όμως αυτό αποστερούνται ολοκληρωτικά τη δικαστική τους προστασία για τον πυρήνα του υπηρεσιακού τους καθεστώτος. Αν όμως ανατρέξει κανείς στα πρακτικά της Βουλής κατά τη θέσπιση του ν.1756/1988 θα βρει επαρκείς αναπτύξεις για την ορθότητα της μη θεσπίσεως «φίλτρων» για την άσκηση του δικαιώματος προσφυγής των θιγόμενων δικαστών στην οικεία Ολομέλεια. Τέλος, ελλείπει με το «φίλτρο» αυτό μια σημαντική εγγύηση για τον δικαστικό έλεγχο των τυχόν υπερβάσεων των Ανωτάτων Δικαστικών Συμβουλίων και κατά τούτο, η προτεινόμενη ρύθμιση αντίκειται στο Σύνταγμα, την Ε.Σ.Δ.Α. και το Κοινοτικό Δίκαιο.
    9) Αρθρο 106 : Αρχείο αναιρουμένων και εξαφανιζομένων αποφάσεων.
    Ακατανόητη παρίσταται η πρακτική λειτουργία όσο και η χρησιμότητα του προβλεπόμενου ειδικού αρχείου. Ας σημειωθεί για παράδειγμα η περίπτωση στροφής της νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας ή η περίπτωση απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου που εξαφανίζεται από απόφαση του Διοικητικού Εφετείου, η οποία αναιρείται στη συνέχεια από το Συμβούλιο Επικρατείας, για να καταδειχθεί ότι η εισαγωγή τέτοιων κριτηρίων για την αξιολόγηση των δικαστικών λειτουργών, ξεκινώντας από μια απλώς ευλογοφανή βάση καταλήγει σε προφανώς εσφαλμένα αποτελέσματα. Τέλος, καταδεικνύεται σαφώς ότι η καχυποψία του νομοθέτη προς τους δικαστικούς λειτουργούς οδηγεί σε θέσπιση διατάξεων με προφανείς αστοχίες.

    Δηλώνουμε, τέλος, ότι είμαστε στη διάθεση της Πολιτείας για εποικοδομητικό διάλογο, προκειμένου να αντιμετωπισθούν τα χρονίζοντα προβλήματα της Δικαιοσύνης.

    Δευτέρα 2 Ιανουαρίου 2012

    Επιστολή προέδρου Δ.Σ.Λ. προς Δ/ντή ΤΥΔΕ: ουδείς ΝΟΜΙΜΟΣ λόγος συντρέχει ώστε να αξιώσετε από τους ασφαλισμένους δικηγόρους του ΤΥΔΕ την καταβολή της πρόσθετης εισφοράς σε μετρητά σε περίπτωση που αυτοί δύνανται να το πράξουν με επικόλληση των αποκομμάτων των ενσήμων κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα παραπάνω.

    ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ                  Λάρισα  29 Δεκεμβρίου  2011
    ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ                Aριθμ. πρωτ. 632.
    ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΛΑΡΙΣΑΣ
    (Ν.Π.Δ.Δ.)
    Ταχ. Δ/νση : ΜΕΓΑΡΟ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ ΛΑΡΙΣΑΣ
    Τ.Θ. 1004 -   41 000 ΛΑΡΙΣΑ

    Πληροφορίες :         Αντώνιος  Δέλκος
    Τηλέφωνο      :              2410532037
    FAX  :                          2410532042
    E-mail            :          dslar@dslar.gr

    Προς Δ/ντή ΤΥΔΕ
    κ.Βασίλειο Αναγνωστόπουλο


    Σε σχέση με τον τρόπο καταβολής της πρόσθετης εισφοράς από μέρους των ασφαλισμένων στο ΤΥΔΕ η υποχρέωση της οποίας απορρέει από το πρόσφατα θεσπισθέν νομοθετικό πλαίσιο ισχύουν τα παρακάτω:

    1. Ν. 3986/2011 , άρθρο 44 παρ. 14. α) Οι ασφαλισμένοι στον κλάδο κύριας ασφάλισης του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολουμένων (Ε.Τ.Α.Α.) - Τομέας Σύνταξης Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Εργων (Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε.), Τομέας Σύνταξης και Ασφάλισης Υγειονομικών (Τ.Σ.Α.Υ.), Τομέας Ασφάλισης Νομικών (Τ.Α.Ν.) - που έχουν υπαχθεί στην ασφάλιση οποιουδήποτε φορέα κύριας ασφάλισης ή το Δημόσιο μέχρι 31.12.1992, και ασφαλίζονται στους ανωτέρω Τομείς ως ελεύθεροι επαγγελματίες, πέραν της προβλεπόμενης από γενικές ή καταστατικές διατάξεις εισφοράς ασφαλισμένου, καταβάλλουν πρόσθετη μηνιαία εισφορά ύψους δύο τοις εκατό (2%) επί του ποσού της 1ης ασφαλιστικής κατηγορίας των προεδρικών διαταγμάτων 124/1993 (Α` 54), 126/1993 (Α` 54) και 125/1993 (Α` 54), όπως ισχύει.
    β) Στους κλάδους επικουρικής ασφάλισης, πρόνοιας και ασθένειας του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων (Ε.Τ.Α.Α.) τα ανωτέρω πρόσωπα καταβάλλουν πρόσθετη εισφορά ύψους 0,6%, (4%) "0,4" και 0,65% αντίστοιχα στους Τομείς, επί του ποσού της 1ης ασφαλιστικής κατηγορίας των προεδρικών διαταγμάτων 124/1993 (Α` 54),126/1993 (Α` 54) και 125/1993 (Α` 54),όπως ισχύει.
    *** ΠΡΟΣΟΧΗ: Κατά το άρθρο 61 παρ.9 Ν.3996/2011,ΦΕΚ Α 170/5.8.2011:
    "Στην περίπτωση β` της παρ. 14 του άρθρου 44 του ν. 3986/2011 το οριζόμενο ποσοστό 4% γίνεται 0,4 % με ισχύ από 1.1.2012 σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 17 του άρθρου 44 του ν. 3986/2011".
    γ) ……

    δ)……..
    15.α) Οι ασφαλισμένοι στον κλάδο κύριας ασφάλισης του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων (Ε.Τ.Α.Α.) - Τομέας Σύνταξης Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Εργων (Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε.), Τομέας Σύνταξης και Ασφάλισης Υγειονομικών (Τ.Σ.Α.Υ.), Τομέας Ασφάλισης Νομικών (Τ.Α.Ν.) - που έχουν υπαχθεί στην ασφάλιση οποιουδήποτε φορέα κύριας ασφάλισης ή το Δημόσιο από  1.1.1993 και εφεξής, και ασφαλίζονται στους ανωτέρω Τομείς ως ελεύθεροι επαγγελματίες, κατά την πρώτη υπαγωγή τους στην ασφάλιση των Τομέων κατατάσσονται στην πρώτη ασφαλιστική κατηγορία, όπως αυτή προβλέπεται από το π.δ. 124/1993 (Α` 54) και την υποπερίπτωση αα` της περίπτωσης β` της παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 3518/2006 (Α` 272), το π.δ. 126/1993 (Α` 54) και το π.δ. 125/1993 (Α` 54), και μετατάσσονται στις επόμενες κατηγορίες ανά τριετία, και πάντα την 1η του έτους του επόμενου εκείνου στο οποίο συμπληρώθηκε η τριετία.
    "β) Για τα πρόσωπα της περίπτωσης α` που συμπληρώνουν μέχρι 30.6.2011 τουλάχιστον τρία (3) έτη ασφάλισης στους Τομείς του κλάδου κύριας ασφάλισης του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολουμένων (ΕΤΑΑ), ως ημερομηνία μετάταξης στην επόμενη ασφαλιστική κατηγορία ορίζεται η 1.7.2011. Κατά τα λοιπά έχουν εφαρμογή τα προβλεπόμενα στην περίπτωση α."
    *** Η περίπτωση β΄ της παρ.15 αντικαταστάθηκε ως άνω  με την παρ.5α΄     άρθρου 20 Ν.4019/2011,ΦΕΚ Α 216/30.9.2011.
    ………………..
    17. Ως ημερομηνία έναρξης εφαρμογής των παραγράφων 14 και 15 ορίζεται η 1.7.2011."
    *** Η παράγραφος 17  αντικαταστάθηκε ως άνω  με την παρ.5β΄
    άρθρου 20 Ν.4019/2011,ΦΕΚ Α 216/30.9.2011.

    2. Από τις αναγραφόμενες στο ασφαλιστικό βιβλιάριο ΕΤΑΑ του ΤΥΔΕ οδηγίες προκύπτει με βάση αποφάσεις των οργάνων του ΤΥΔΕ ως κανόνας η επικόλληση ενσήμων και μόνο στη περίπτωση μη συμπλήρωσης η καταβολή του υπολοίπου ποσού σε μετρητά η με ολόκληρα ένσημα, ενώ τα ίδια αναφέρονται και στις οδηγίες του ασφαλιστικού βιβλιαρίου 2011 του ΕΤΑΑ –ΤΑΝ. Αυτό εξάλλου συνάγεται με σαφήνεια  και από την ανακοίνωση του ΕΤΑΑ [Τομέας Ασφάλισης Νομικών ΤΑΝ ] και [Τομέας Επικουρικής Ασφάλισης Δικηγόρων ΤΕΑΔ] βλ. ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΔΕΚΕΜΒΡΗΣ 2011 και www.tnomik.gr, δηλαδή μετά την επιβολή της πρόσθετης εισφοράς.


    3. Επομένως και προς απάντηση σχετικού ερωτήματός σας που μου υποβάλατε  δεν προκύπτει καμμιά ΝΟΜΙΜΗ υποχρέωση του ασφαλισμένου δικηγόρου του Τομέα Υγείας Δικηγόρων Επαρχιών να καταβάλει σε μετρητά την θεσπισθείσα με τα παραπάνω νομοθετήματα  πρόσθετη εισφορά και όχι με τα αποκόμματα των ενσήμων. Εν κατακλείδι, δηλαδή ουδείς ΝΟΜΙΜΟΣ λόγος συντρέχει ώστε να αξιώσετε από τους ασφαλισμένους δικηγόρους του ΤΥΔΕ την καταβολή της πρόσθετης εισφοράς σε μετρητά σε περίπτωση που αυτοί δύνανται να το πράξουν με επικόλληση των αποκομμάτων των ενσήμων κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα παραπάνω.

    Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ
    ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Γ.ΚΑΤΣΑΡΟΣ

     http://www.dslar.gr